Vaughn Bodé

Ο Vaughn Frederic Bodē γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1941, στην πόλη Ούτικα, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Μόλις 33 χρόνια μετά, το 1975, οι στάχτες του αφέθηκαν να πέσουν από ένα μικρό αεροπλάνο στις βραχώδεις ακτές της Καλιφόρνια. Ο πρώιμος και ξαφνικός θάνατός του είχε προκληθεί από αυτοερωτική ασφυξία. Στην σύντομη όσο και πυκνή ζωή του, ο Bodē είχε εξελιχθεί από ένα εσωστρεφές παιδί σ’ έναν δημοφιλή δημιουργό κόμικς. Έναν δημιουργό που, μέσω του underground τύπου, επηρέασε την σκηνή των κόμικς και των καρτούν, τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στην Ευρώπη. Η επιρροή του ήταν τέτοια, μάλιστα, που, με τη γέννηση του γκραφίτι, το έργο του μεταφέρθηκε στους τοίχους και στα βαγόνια των τρένων της Νέας Υόρκης, από τους πρώτους writterz.

Η πορεία του Bodē αναδεικνύει ορισμένα κομβικά χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής κοινωνίας και της ριζοσπαστικής καλλιτεχνικής παραγωγής της εποχής της. Ήταν ένας Αμερικανός με επίθετο που υποδεικνύει μια μάλλον γερμανική καταγωγή κι είχε τρία αδέλφια. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός και χώρισε με την μητέρα του όταν ο ίδιος ήταν μόλις δέκα ετών. Τότε, ο Bodē πήγε να ζήσει με τον θείο του στην Ουάσινγκτον. Ήταν ένα εσωστρεφές κι απόμακρο παιδί που, για ν’ ανταποκριθεί στις πιέσεις της καθημερινότητας, στράφηκε στη ζωγραφική και την επινόηση φανταστικών κόσμων. Κι ήταν ακριβώς αυτοί οι φανταστικοί κόσμοι που τον έφεραν σε επαφή με την κοινωνία που άλλαζε με γοργούς ρυθμούς γύρω του. Η σύντομη -αν και εξαιρετικά πλούσια- δημιουργική του πορεία, συμπίπτει με την ανάδυση και την ακμή του αμερικανικού underground. Της σκηνής εκείνης που επαναπροσδιόρισε τα μέσα, τις μορφές και τα περιεχόμενα της τέχνης και συνέβαλε στο ξεπέρασμα του διαχωρισμού τέχνης και πολιτικής. Κι αυτό ακριβώς συνιστά τόσο το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα αναδειχθεί ο ίδιος, όσο και το πλαίσιο που αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά του έργου του. Αποτελεί, όμως, επίσης, το περιβάλλον της γνωριμίας του με την επί 11 χρόνια σύζυγό του Barbara Hawkins, όπως και το περιβάλλον όπου θα βιώσει την ερωτική απελευθέρωση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Bodē περιέγραφε τον εαυτό του ως ετεροφυλόφιλο, ομοφυλόφιλο, τρανσέξουαλ, αυτοερωτικό, ενώ, για ένα μικρό διάστημα, είχε πειραματιστεί με γυναικείες ορμόνες.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Bodē ζούσε στην πόλη Συρακούσες, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Εκεί σχεδίασε και εξέδωσε το πρώτο του κόμικ με τίτλο “Das Kämpf”, αμέσως μετά την απόλυση του από τον στρατό για ψυχολογικούς λόγους. Το “Das Kämpf” -το οποίο τύπωσε σε φωτοτυπίες και προσπάθησε ανεπιτυχώς να διανείμει μόνος του- θεωρείται ως ένα από τα πρώτα underground κόμικ. Στα μέσα της δεκαετίας, κι ενώ σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών, ξεκίνησε την συνεργασία του με το φοιτητικό περιοδικό “The Sword of Damocles”. Στις σελίδες του, μάλιστα, πρωτοεμφανίστηκε ο πιο διάσημός του ήρωας, ο ” Cheech Wizard”. Πρόκειται για έναν μάγο που φορούσε ένα τεράστιο κίτρινο καπέλο με κόκκινα και μαύρα αστέρια, το οποίο άφηνε να φανούν μόνο τα πόδια του. Οι περιπέτειες του “Cheech Wizard” μεταπήδησαν ακολούθησαν τον δημιουργό τους σ’ άλλα περιοδικά καθώς ο Bodē, πλέον άρχισε να εικονογραφεί και να δημοσιεύει σ’ αρκετά έντυπα που φιλοξενούσαν φανταστικές ιστορίες.

Κάπως έτσι, ξεκίνησε η πορεία του στον, τότε ακμάζοντα και συνεχώς διευρυνόμενο, χώρο του αμερικανικού underground.Το 1969 τον η Trina Robbins – σημαίνουσα μορφή του αμερικανικού underground, καθότι σχεδιάστρια και ιστορικός- ανακάλυψε και τράβηξε τον Bodē στο Μανχάταν, όπου σύντομα εντάχθηκε στην ομάδα του ιστορικού “East Village Other”. Εκεί γνωρίστηκε με τον Spain Rodriguez και τον Robert Crumb. Από εκεί κι έπειτα, το έργο του δημοσιεύεται σ’ ένα πλήθος από περιοδικά του διαπολιτειακού δικτύου των underground εκδόσεων. Περιοδικά όπως τα “Lizard Zen”, “Cosmic Circus”, “Junkwaffle” και “Deadbone Erotica”. Δημοσιεύεται, όμως, και σε περιοδικά με ερωτικό περιεχόμενο. Επίσης, συνδέεται φιλικά και συνεργάζεται με καρτουνίστες όπως ο Ralph Bakshi και βοηθάει στην παραγωγή κινηματογραφικών καρτούν. Το 1972 κάνει μια περιοδεία με τίτλο “Cartoon Concert” στην οποία προβάλει τα κόμικς του ενώ, ο ίδιος, διαβάζει τα λόγια. Χάρη στο εγχείρημα αυτό ο Bodē περιόδευσε σε φεστιβάλ και πανεπιστήμια των Η.Π.Α. φτάνοντας μέχρι το Λούβρο!

To 1968, δημιούργησε έναν ακόμη ήρωα -ή μάλλον αντι-ήρωα- ο οποίος πρωταγωνιστούσε στην μετα-αποκαλυψιακή σειρά κόμικ με τίτλο “Cobalt 60”. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα ο οποίος περιφέρεται σ’ έναν, κατεστραμμένο από πυρηνικά, κόσμο αναζητώντας εκδίκηση για το θάνατο των γονιών του. Γι άλλη μια φορά, ο Bodē αποδίδει επιτυχώς την αποξένωση του σύγχρονου ατόμου στην καθημερινότητά του, τόσο σε σχέση με τις μεγακλίμακα (απειλητική ή μη τεχνολογία, πόλεμος, πόλη), όσο και με την μικροκλίμακα (προσωπικές σχέσεις, προσωπικές επιθυμίες, σώμα). Και το κάνει αυτό, στο πλαίσιο μιας χιουμοριστικής, όσο και καυστικής περιπετειώδους σειράς. Το 1969, μάλιστα, χάρη στο “Cobalt 60″, κέρδισε το βραβείο ” Hugo Award for Best Fan Artist”. Εντούτοις , ο ίδιος, δεν συνέχισε ποτέ τη σειρά. Όμως, την δεκαετία του 1980, ο φίλος και συνεργάτης του Larry Todd κι ο γιός του Bodē, Mark, έφτιαξαν νέα επεισόδια τα οποία δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά με κόμικς φαντασίας.

Τα διάφορα είδη της φαντασίας, τόσο στην λογοτεχνία όσο κι στα κόμικς, γνώρισαν μια περίοδο ακμής τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80. Η ακμή αυτή οφείλεται εν πολλοίς στην έκρηξη των πολιτικών κινημάτων της εποχής. Η φαντασία βρήκε το χώρο της σε ακροαριστερούς εκδοτικούς οίκους, σε πολιτικά και καλλιτεχνικά περιοδικά, σ’ αφίσες και κάθε είδους DIY τέχνης που διακινούταν από χέρι σε χέρι. Αν στα κράτη με ισχυρούς μηχανισμούς λογοκρισίας, η φαντασία λειτούργησε ως μέθοδος κωδικοποίησης του μηνύματος, στα κράτη της «γραφειοκρατικά οργανωμένης κατανάλωσης» χρησιμοποιήθηκε ως μέθοδος αισθητικής και θεματικής διαφοροποίησης από την ηγεμονική γλώσσα του εμπορεύματος και της θεσμικής αριστεράς. Στις δυτικές δημοκρατίες, που η πρόοδος κι η ευτυχία αποτελούσαν ένα αδιαμφισβήτητο καθεστώς, η φαντασία αναδείχθηκε σ’ ένα όχημα προβληματοποίησης, τόσο της πραγματικότητας, όσο και του ονείρου. Έννοιες που, στην συνθήκη του Ψυχρού πολέμου και του κυνηγιού των αντιφρονούντων, είχαν διαχωριστεί και στερεοποιηθεί ακυρώνοντας εκ των προτέρων κάθε πολιτική αμφισβήτηση.

Η φαντασία, λοιπόν, αναδείχθηκε σ’ ένα νέο είδος ρεαλισμού, έναν διαυγαστικό τρόπο ανάλυσης του κοινότοπου∙ της καθημερινής ρουτίνας, δηλαδή, και των μαζικών ψυχολογικών αδιεξόδων που οι δυτικοί υπήκοοι πάσχιζαν να κρύψουν πίσω από την κατανάλωση αγαθών και κουλτούρας. Μέσω της φαντασίας, μια γενιά νέων δημιουργών κατάφερε ν’ αποκαλύψει το δομικά αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα του καπιταλισμού και τον κοινωνικό κανιβαλισμό και ν’ αναδείξει την ψυχοπαθολογία της εποχής. Κατάφερε, επίσης, να κλονίσει την -ανανεωμένη μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο-πίστη στην γραμμική πορεία προς την πρόοδο εισαγάγοντας διαφορετικές προσλήψεις του χώρου και του χρόνου. Τέλος, κατάφερε να περιγράψει και να εκφράσει τις επιθυμίες και τη ζωή νέων υποκειμενικών συγκροτήσεων. Άλλωστε, σ’ έναν κατεστραμμένο ή έναν «υπερτεχνολογικό» κόσμο, είναι ίσως πιο εύκολο να μιλήσεις για «μη κανονικές» επιθυμίες. Όπως είναι και πιο εύκολο να μιλήσεις για υποκείμενα που δεν εντάσσονται απαραίτητα στις μεγάλες εθνικές ιδέες.
Αυτό υπήρξε το περιβάλλον της πολιτικής και καλλιτεχνικής ωρίμανσης του Bodē. Τα κόμικ του οποίου, αποτελούν ένα εξαιρετικό δείγμα των προβληματισμών της εποχής. Η γραμμή του Bodē, εύληπτη και απολαυστική, ξέφευγαν από το στιλιζάρισμα των εμπορικών καρτούν και των υπερηρωικών κόμικς. Η αμφισημία -η χρήση της ειρωνείας και του χιούμορ, της ντροπής και της πρόκλησης- κάνουν τις ιστορίες του διασκεδαστικές, όσο και εμβριθείς. Πίσω από τους μάγους και τις καλλονές διακρίνονται οι προλεταριακές φιγούρες της εποχής και της περιοχής του. Μέσω των πρόδηλων επιθυμιών και των δρομίσιων γλωσσικών ιδιωματισμών με τους οποίους εκφράζονται οι χαρακτήρες του, διακρίνονται οι κοινότητες των μαύρων, των Λατίνων, των ομοφυλόφιλων ανδρών και γυναικών προλεταριακής καταγωγής. Μέσω των εξωτικών, μαγικών, high tech, τοπίων που σχεδίαζε, αναδύεται η καθημερινή ζωή των δυτικών μητροπόλεων.

Το 2004, ο Bodē εντάχθηκε στο Will Eisner Award Hall of Fame. Πράγμα που δείχνει την -ακόμη, σήμερα, κραταιά- επιρροή του. Όμως, αυτή είχε ήδη αποδειχθεί περίτρανα την δεκαετία του 1980, όταν γκραφιτάδες ζωγράφιζαν σε βαγόνια τρένων και τοίχους της Νέας Υόρκης τους χαρακτήρες των κόμικ του. Δείχνοντας έτσι, όχι μόνο τη δημοφιλία του ίδιου, αλλά, κυρίως, την πολιτική και αισθητική συνάφεια των τεχνών που ξεπήδησαν από τις προλεταριακές και πολυεθνικές γειτονιές των Η.Π.Α.