Mezzo & Pirus

Για πολλούς, τα αμερικαvικά προάστια δεν βρίσκονται στις πόλεις των ΗΠΑ, αλλά στη Ζώνη του Λυκόφωτος. Av έχετε δει το Μπλε Βελούδο και το Twin Peaks του David Lynch, αν έχετε διαβάσει κόμικς των Daniel Clowes (Ghost World, Like a Velvet Glove Cast in Iron) και Charles Burns (Black Hole), ή απλά δεν χάνετε επεισόδιο του “Νοικοκυρές Σε Απόγvωση” και του “Γραφείου Κηδειών Φίσερ”, η αίσθηση αυτή σίγουρα δεν σας είναι άγvωστη. Τα αμερικαvικά προάστια χαρακτηρίζοvται από μια αλλοπρόσαλλη αίσθηση μετατόπισης, από την υπαρκτή Αμερική στην αόριστη όσο και μυθική suburbia, από το γνωστό σύμπαν σε ένα άλλο, κοντινό του μεν, αλλά ακατανόητο, όπου οι έννοιες και τα νοήματα συγxέονται σε βαθμό ονειρικό, συνειρμικό, τρομακτικό. Εκεί, τα drugs είναι rock’n’roll, το σεξ είναι ναρκωτικό, και το rock’n’roll είναι σέξι. Εκεί, η μετριότητα ισοδυναμεί με επιτυχία, και οι τρόμοι της ψυχής αντιμετωπίζονται σαν καθημεριότητες, με χάπια. Εκεί, η πραγματικότητα είναι μια σαπουνόπερα του αλλόκοτου που σε ψυχαγωγεί δείχνοντας σου σε συνέχειες τη σκοτεινά, σε κατάσταση μόνιμης αποσύνθεσης, καρδιά του Δυτικού κόσμου.

Αυτή η αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά, αυτή η κατατονική ηρεμία που κρύβει τα πιο ανείπωτα και σκοτεινά μυστικά, μας κάνουν οικείο το σύμπαν των Mezzo και Pirus. Οι Mezzo (ψευδώνυμο του Pascal Mesemberg) και Michel Pirus συνεργάζονται από το 1989, τοποθετώντας μονίμως τους πρωταγωνιστές των κόμικς τους σε εκτροχιασμένους κόσμους και καταστάσεις, που θυμίζουν έντονα όψεις της αμερικανικής, παρά της δικής τους -γαλλικής- κουλτούρας “Les Desarmes” (road- movies), “Mickey Mickey”, “Deux Tueurs” (γκανγκστερικές ταινίες), “Un Monde Etrαnge” (film noir).

Στη σειρά “Le Roi Des Mouches” (Ο Βασιλιάς των Μυγών), η αίσθηση μετατόπισης είναι πλήρης, μιας και οι εικονικοί και λεκτικοί κώδικές της παραπέμπουν στα αμερικανικά προάστια (καπέλα, σπίτια, εμπορικά κέντρα, ονόματα, μουσικές), έχοντας ταυτόχρονα κάτι από Γαλλία (γαλλικά αυτοκίνητα, τοπωνύμια, πινακίδες, περιοδικά). Με την ίδια ευκολία, η σειρά αναμειγνύει το φαντασιακό στοιχείο του θρίλερ με την μανιοκατάθλιψη του σύγχρονου lifestyle (ο τίτλος μίας ιστορίας, το «Hallorave» [Halloween + rave] είναι ενδεικτικός). Αποξενωμένοι μετέφηβοι ζουν με τις δις χωρισμένες μητέρες τους, στήνουν πολυθρόνες στο γκαζόν της αυλής ως ησυχαστήρια, και φορούν κεφάλια εντόμων από λατέξ. Ψευτομοιραίες σερβιτόρες κοιμούνται με dealer της κακιάς ώρας, την ίδια ώρα που παρθένες με ημερομανία λήξεως κάνουν αυτοκινητάδα με φαντάσματα ροκ μουσικών. Σκληροί τύποι στηρίζουν την ύπαρξή τους στο ότι είναι πρωταθλητές στο μπόουλινγκ και γαμούν τους πάντες. Μικρές ιστορίες σε πρώτο πρόσωπο (δομή που αντανακλά την κοντόφθαλμη, περιορισμένη οπτική των ηρώων, χαμένοι καθώς είναι στην καθημερινή ρουτίνα, τους προσωπικούς εγωισμούς και τις άθλιες, μικρόψυχες φαντασιώσεις τους) διασταυρώνονται σταδιακά, αποκαλύπτοντας τις σχέσεις που δένουν τα μέλη αυτού του ετερόκλητου θιάσου. Το σχέδιο του Mezzo, ρεαλιστικό και στυλιζαρισμένο ταυτόχρονα, συνθλίβει την ατομικότητα του κάθε χαρακτήρα στο πλαίσιο της ιστορίας, όπου τον παγιδεύει η ζωή του. Οι πρωταγωνιστές του είναι συνύθως παγωμένοι σε θέση ανφάς ή προφίλ, σαν καταζητούμενοι, ή σαν εξωτικά ψάρια προς παρατήρηση μέσα στο ενυδρείο τους. Η λιτή, έντονη γραμμή του, που οφείλει πολλά στην κολιφορνέζικη surf art και σε εικονογράφους όπως ο Coop, πλαισιώνεται από χρώματα (κυανό, κίτρινο, ιώδες) σε επίπεδους, ψυκρούο τόνους, μεταμορφώνοντας το πραγματικό σε ανοίκειο και τανάπαλιν.

Ο Pirus δομεί την αφήγαηση γραμμικά μεν, αλλά δοσμένη σε κομμάτια υποκειμενικής πραγματικότητας, σαν διαφορετικές γωνίες λήψης που μοντάρονται μεταξύ τους, συνεντεύξεις σε έναν αόρατο ψυχολόγο που δεν κρίνει, αλλά απλά καταγράφει τα απομνημονεύματα αυτών των ζωντανών νεκρών. Η γραφή του, ψυχρή και οικονομική, με ελάκιστους διαλόγους, μεταπηδά από τον ρεαλισμό στον ονειρισμό, θυμίζοντας την περιθωριακή ποίηση των μυθιστορημάτων του Hubert Selby Jr. (“Lαst Exit tο Brooklyn”, “Requiern for α Dream”) σε συνδυασμό με την πληκτική, κατ’ επιλογή τερατωδία του “Rules of Attraction” του Bret Easton Ellis.

Αυτή ακριβώς η ποιητική, κατ’ επιλογή, τερατωδία είναι και το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του έργου των Mezzo-Pirus. Όταν ο Έρικ, ένας από τους ήρωες, «μεταμορφώνεται» σε τερατώδες, αποστασιοποιημένο υβρίδιο (αμερικανός-γάλλος, ζωντανός-νεκρός, θετικός-αρντιτικός, άνθρωπος-μύγα) κωρίς το προσχηματικό άλλοθι ενός φανταστικού θρίλερ, αυτό είναι πιο τρομακτικό, γιατί η μετομόρφωση γίνεται μέσα στο κεφάλι του – σκεφτείτε έναν Δρ. Τζέκυλ που μεταμορφώνεται σε κύριο Χάιντ χωρίς τη «λογική» εξήγηση του περίφημου φίλτρου. Οι ήρωες των Mezzo-Pirus είναι ερμητικοί, κλεισμένοι στα εντομοειδή κουκούλια τους, προστατευμένοι, χωρίς να βγαίνουν στιγμή από τον εαυτό τους. Βρίσκονται σε μια κατάσταση μόνιμης ενδοσκόπησης, απελπιστική χωρίς να είναι σοβαρή. Ξύλινες μορφές, Πινόκιο χωρίς ψυχή. Όσο κι αν ο Έρικ λατρεύει τους Rolling Stones και μισεί τους Radiohead, οι δεύτεροι χαρακτηρίζουν περισσότερο τη ζωή του, αυτό το μείγμα παραίτησης και εγκατάλειψης χωρίς ίχνος χαράς, αυτή τη μηχανιστική, franchise κόλαση χωρίς το κέφι του διαβόλου. Η στιγμή που ο Έρικ, έχοντας πάει αυτοκινητάδα με την κοπέλα του και τα φαντάσματα των νεαρών Stones, εγκαταλείπει τα φαντάσματα στο δρόμο όταν αυτή βαριέται τη μουσική τους, εκφράζει ένα μολυσματικό, νοσηρό κενό. Η μεγαλύτερη διαφορά των Mezzo-Pirus με τους Charles Burns, Daniel Clowes και Adrian Tomine, είναι ότι προικίζουν τους ελλειπτικούς κόσμους τους με μια τρομακτική πλήξη. Οι ήρωές τους δεν είναι απόκληροι της κοινωνίας τους, αλλά απόλυτα λειτουργικοί και εντεταγμένοι σε αυτήν. Σαν τους Stones, είναι ζωντανά φαντάσματα που αναπαριστούν για χάρη μας μια ζωή που έχουν ξεχάσει, σε έναν κόσμο βυθισμένο στη λήθη.

Βιογραφικά Στοιχεία
ΜΕΖΖΟ (Pascal Mesenburg)
Γεννήθηκε το 1960 στο Drancy, Seine-Saint-Denis (Γαλλία). Το 1977 γίνεται δεκτός στην Beaux Arts και στην Olivier de Serres στο Παρίσι. Θα εγκαταλείψει τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στην πρώτη του αγάπη, τη μουσική. Γράφεται στην C.I.M. (σχολή τζαζ στο Παρίσι) και συμμετέχει σε πολυάριθμα ροκ συγκροτήματα. Κάποια στιγμή σπάει το μπάσο του και αρχίζει να δημοσιεύει σε διάφορα περιοδικά όπως το “Rock and Stock”, το “Grapaud”, ή το “Zoulou”. Το 1989 σχεδιάζει εξώφυλλα για την Virgin, καθώς και για άλλες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες. Είναι η χρονιά που θα συναντήοει τον Pirus. Στο διάστημα 1990-93 οι ιστορίες τους θα εμφανίζovται τακτικά στο περιοδικό “Frank Margerin Presente”. Τα άλμπουμς που θα προκύψουν από το δίδυμο Mezzo-Pirus είναι: “Les desarmes” (δύο τόμοι), “Deux Tueurs”, “Un monde etrange”, “Mickey Mickey”, “Le roi des mouches”.

PIRUS
Γεννήθηκε το 1962 στην Thionville (Γαλλία). Το 1983 θα δημοσιεύσει το πρώτο του κόμικ στο Metal Hurlant και από το 1984-85 οι ιστορίες του θα αρχίσουν να εμφανίζovται σε πιο τακτική βάση. Το 1989 σελίδες από το κόμικ του “Rose Profond” σε σενάριο Dionnet θα εμφανιστούν στο φεστιβάλ κόμικς της Angouleme. Εκτός από τη συνεργασία του με τον Mezzo, ο Pirus θα δημοσιεύσει ένα παιδικό βιβλίο, το “Phil lα planete rectangle”. Το 2002 γίνεται υπεύθυνος μαζί με τον C. Schlingo του περιοδικού “Coin Coin”, που εκδίδεται ως ένθετο στο μηνιαίο Picsou Magazine.

Το παραπάνω κείμενο έγραψε ο Αβραάμ Καούα και βρίσκεται στην ειδική έκδοση για το 10ο Φεστιβάλ Κόμικς της βαβέλ.

Ένα δείγμα της δουλειάς του ντουέτου από τα παλιά… “Ο ιδανικός σύζυγος” μέσα από το τεύχος 129 της βαβέλ.

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ένα επεισόδιο από το “Βασιλιά των Μυγών”, μέσα από το τεύχος 223 της βαβέλ.