Lorenzo Mattotti

Γεννήθηκε στη Μπρέσια, στις 14 Ιανουαρίου τον 1954. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Βενετία. Άρχισε να δημοσιεύει κόμικς από το 1975, συχνά σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Jerry Kramsky. Το 1981, μαζί με άλλους νέους δημιουργούς, σχημάτισαν την περίφημη ομάδα Valvoline, η οποία συνεργάστηκε αρχικά με το πρωτοποριακό περιοδικό «Frigidaire» και αργότερα με το περιοδικό «Alter Alter». Η δουλειά της περιόδου των Valvoline δημοσιεύτηκε στα σημαντικότερα περιοδικά κόμικς της Ευρώπης (και όχι μόνο), δημιουργώντας ιδιαίτερη εντύπωση με την εικαστική της δύναμη και την ποιητική αφήγηση. Η χώρα που κυρίως τον «υιοθέτησε» -ως σχεδιαστή και εικονογράφο αρχικά, και αργότερα και ως κάτοικό της-ήταν η Γαλλία, χώρα που τον ανέδειξε στις τάξεις των κορυφαίων σύγχρονων εικαστικών. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 δημοσίευσε σε περιοδικά και σε άλμπουμ κάποια κόμικς σπάνιας ομορφιάς («Incidenti», «Fuochi», «Doctor Nefasto», «La zona fatua» και άλλα), ενώ παράλληλα άρχισε να γίνεται περιζήτητος ως εικονογράφος από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους της Ιταλίας και της Γαλλίας Στη δεκαετία του ’90, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ τα κόμικς, που θεωρεί ιδανικό εκφραστικό μέσο, άρχισε να συνεργάζεται με έντυπα όπως το «New Yorker», για το οποίο φιλοτέχνησε πολλά εξώφυλλα, και το «Le Monde du poche», την ειδική έκδοση της εφημερίδας «Le Monde» για τα βιβλία. Οι μέχρι το 1998 εικονογραφήσεις του για την «Le Monde» εκδόθηκαν σε άλμπουμ τέχνης από τον εκδοτικό οίκο Nuages, ενώ παράλληλα συνέχισε τις εικαστικές αναζητήσεις του με ζωγραφικούς πίνακες μεγάλων διαστάσεων. Από το 1998 ζει στο Παρίσι, ο Δήμος του οποίου συχνά καταφεύγει σε εικόνες του για την προώθηση σημαντικών πολιτιστικών εκδηλώσεων. Το 2000 φιλοτέχνησε την αφίσα για το Φεστιβάλ των Καννών.

Ακολουθούν δύο κείμενα τα οποία εκκινούν από το έργο του ιταλού εικαστικού για να σχολιάσουν, εντέλει, την κυρίαρχη πρόσληψη της τέχνης. Και τα δύο εμπεριέχονται στον κατάλογο της έκθεσης του 6ου Φεστιβάλ κόμικς του περιοδικού βαβέλ, το οποίο έλαβε χώρα στην Τεχνόπολη, στο γκάζι, το Σεπτέμβρη του 2001 κι είχε το γενικό τίτλο “Φυγή”.

Ο γελοiος διαχωρισμός ανάμεσα σε «μεγάλες» και «μικρές» τέχνες (του Gafredo Fofi)
Σύσσωμος ο κόσμος του ιταλικού κινηματογράφου ξεσηκώθηκε πέρυσι, όταν το Φεστιβάλ των Καννών αποφάσισε να μην δεχθεί στον διαγωνιστικό τομέα του καμία ιταλική ταινία. Απ’ ό,τι ξέρω, κανένας από τους διακεκριμένους « εθνικούς» και «εθνικόφρονες» (για εμάς τους ιταλούς, φαίνεται το έθνος υπάρχει μόνο όταν έχουμε αθλητικά και κινηματογραφικά επιτεύγματα -ή «επιτεύγματα») κριτικούς δεν παρατήρησε ότι η εικόνα με την οποία το Φεστιβάλ επέλεξε να παρουσιαστεί -στις αφίσες, στη διαφήμιση, στα προγράμματα- ήταν του Lorenzo Mattotti. Τον προηγούμενο χρόνο, σε ένα κείμενό μου για το Φεστιβάλ της Βενετίας, παρατήρησα ότι το καλύτερο ιταλικό φιλμ (film: moving picture) που προβλήθηκε ήταν τελικά το σύντομο καρτούν με το οποίο άρχιζε κάθε επίσημη προβολή, ένα κινούμενο σχέδιο του Glanluigi Toccafondo. Πρόκειται βέβαια για άγνοια των δημοσιογράφων και των κριτικών, αλλα είναι και το αποτέλεσμα του πολύ διαδομένου διαχωρισμού μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών» τεχνών, που οι ασχολούμενοι με την επικοινωνία (δηλαδή με τη διαφήμιση, γιατί πολλοί κριτικοί δέχθηκαν να γίνουν κομμάτι της) έθεσαν σε αμφισβήτηση, αλλά με τέτοιο τρόπο που μοιάζει να είναι απλή υπεράσπιση τω επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων τους. Και ξέρουμε πολύ καλά πόσο σημαντικός είναι ο δεσμός μεταξύ κριτικής και αγοράς, ή -πιο ωμά-ξέρουμε ότι η επίσημη κριτική είναι ένα κομμάτι του «κόσμου του κινηματογράφου», ένας κλάδος της μεγάλης οικογένειας, δεμένος με αυτή με κοινά συμφέροντα. Το παράδοξο έγκειται στο γεγονός ότι οι προπαγανδιστές μιας τέχνης υπερ-εμπορευματοποιημένης αγνοούν τελείως ό,τι πιο αξιόλογο παράγεται κατά παραγγελία, στα πλαίσια της αγοράς. Αλλά εκείνο που μου κάνει μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι οι πιο προβεβλημένες τέχνες, εκείνες που γεμίζουν τις πολιτιστικές σελίδες των εφημερίδων, είναι σήμερα στην Ιταλία οι πιο αναιμικές, μέτριες, κλειστές: η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος. Όποιος έχει στοιχειώδη σκέψη, καταλαβαίνει ότι οι πιο ζωντανές τέχνες είναι το θέατρο (όχι βέβαια αυτό που προβάλλεται στην τηλεόραση) και το «καλλιτεχνικό κόμικς», ή -τέλος πάντων- αυτό που μάθαμε να λέμε «καλλιτεχνικό κόμικς». Όσες αξιέπαινες προσπάθειες και αν καταβάλλουν οι καλύτεροί μας κινηματογραφικοί σκηνοθέτες και μυθιστοριογράφοι, είναι πενήντα -ή και εκατό- χρόνια πίσω σε σχέση με τους καλύτερους ιταλούς θεατράνθρωπους και δημιουργούς κόμικς. Χαώδης απόσταση χωρίζει τις εικονογραφημένες ιστορίες του Lorenzo Mattotti από τα αφηγήματα οποιουδήποτε σύγχρονου συγγραφέα Κάποιοι, λίγο υστερικοί και υπερμοντέρνοι, της γενιάς του ’77 κατηγορούσαν την ομάδα Valvoline, στην οποία ανήκε ο Lorenzo Mattotti, για αποχή από την κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι αυτός ο τρόπος έκφρασης ήταν η καλύτερη υπέρβαση του καταπιεστικού παρόντος κα -καλύτερη οδός προσέγγισης σε μια πιο λεπτή ευαισθησία και σε μια πιο συγκεκριμένη και διαρκή πηγή εμπειριών – όχι από αυτές που εκφράζονται με κραυγές, αλλά τις εσωτερικές, τις βαθιές, εκείνες που απαιτούν αναζήτηση. Η διάρκεια προϋποθέτει αναζήτηση, ανικανοποίηση, αλλαγή και έλεγχο τηc αλλαγής. Και ο Mattotti, περισσότερο -ή με τρόπο πιο «εκλεκτικό»- από άλλου_ αναζήτησε τις αλλαγές, ρίχνοντας ρίζες και κλαδιά προς ασυνήθιστο πολλές κατευθύνσεις. Δεν ακολούθησε την πορεία της εποχής του, αλλά καθάρισε ο ίδιος τους ρυθμούς και τους χρόνους της δικής του πορείας. Σημεία και χρώματα… Δεν είμαι κριτικός των κόμικς, ούτε -πολύ περισσότερο- εικαστικός κριτικός, αλλά είναι παράξενο πώς στον Mattotti βρήκαν μια σταθερή αναφορά, ένα εφαλτήριο για άλλες αναζητήσεις, πολλοί σαν κι εμένα. Μερικές φορές τον έχανα, και πάλι τον έβρισκα ξαφνικά με αφορμή μια εικονογράφηση που, αν και μπορεί να μην ήταν από τις χαρακτηριστικές του, καταλάβαινα αμέσως τον δημιουργό. (Η άμεση αναγνωρισιμότητα, όσο διαφορετική κι αν ηταν η δουλειά τους, ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά των μεγάλων ζωγράφων μέχρι τη δεκαετία του ’60. Σήμερα σπάνια μπορείς να αναγνωρίσεις οποιονδήποτε). Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 κυρίως, υπήρξαν δύο αντιτιθέμενες κυρίαρχες τάσεις: ένα «ρεύμα υστερίας» (προσποίηση αλλαγής, όχι προσπάθεια συλλογικής απελευθέρωσης) και ένα «ρεύμα βραδύτητας», όχι λιγότερο αμφίβολο από την πρώτη. Φτάνει να ανατρέξει κανείς στη δεκαετία εκείνη, όταν κυριαρχούσε η «σκέψη της παραίτησης» (στην πραγματικοτητα, παραίτηση από τη σκέψη, αλλά καθόλου παραίτηση από την αλαζονική πολίτικο/πολιτιστική εξουσία), τη δεκαετία του «τέλους της ιστορίας», των εγκωμίων στη λήθη -εναντίον των οποίων λίγοι εξεγέρθηκαν: αυτοί που καταλάβαιναν τι κρυβόταν πίσω από εκείνη την πλασματική και ανυπόφορη ειρήνη. Εκ πρώτης όψεως, ο Mattotti φαίνεται να ακολούθησε κι αυτός την «βραδύτητα» του συρμού, αλλά αν δει κανείς πιο προσεκτικά τις τόσο σιωπηλές αλλά τολμηρές αναζητήσεις του, καταλαβαίνει αμέσως ότι οι κεραίες του και τα φίλτρα του ήταν ενεργότατα. Ακόμα κι όταν έκανε εξώφυλλα για περιοδικά μόδας, έβλεπες μια υπόγεια νεύρωση, μια έλλειψη ικανοποίησης, που έδιναν και σ’ αυτή τη δουλειά του μια ιδιαίτερη γοητεία. Και σε ορισμένες μαγικές εικόνες, όπου το χρώμα περιέγραφε ονερικές φιγούρες, το όνειρο και ο εφιάλτης διασταυρώνονταν. Και τα φτερά του ασυνήθιστου κάλυπταν -και αποκάλυπταν- τον πόνο και το ντελίριο του παρόντος. Ξεσπούσαν φωτιές, οι σκιές μεγάλωναν, το άσπρο λερωνόταν με πινελιές, σε μια διαρκή αναζήτηση και σε μια διαρκή πολεμική με μια απαράδεκτη πραγματικότητα -αν και αυτή η πολεμική εκφραζόταν περισότερο εσωτερικά, με μια υπέροχη συστολή που δεν επέτρεπε κραυγαλέα επίδειξη της δυσφορίας. «Αλίμονο σε αυτόν που δεν είναι περίεργος», είπε κάποτε ο Mattotti, αλλά η δική του περιέργεια δεν αφορά συγκεκριμένους τόπους και ιστορίες, αλλά κυρίως ευαισθησίες και φωτισμούς. Μερικοί τον συνέκριναν και τον προσέγγισαν με τον Wenders, αλλά η διαφορά είναι τεράστια: εκεί που ο Wenders επιδεικνύεται, φαντάζεται ότι είναι ποιητής και πέφτει στο κενό και στο κιτς (όπως πολλοί πρώην νέοι ιταλοί συγγραφείς), ο Mattotti κοιτάζει προσεκτικά, ερευνά με ένα σταθερό και ήρεμο έλεγχο και μετά αναπτύσσει θαυμάσιο το στοχασμό του με το χρώμα και το σχέδιο. Η μεγαλοσύνη του Mattotti έγκειται στο ότι είναι απρόβλεπτος, ένας υπερευαίσ0ητος δέκτης που εξερευνά τις άγνωστες πτυχές του χρόνου.

Ο άνθρωπος που άνοιξε το παράθυρο (του Pieter Van Oudheusden)
Η βιογραφία και η βιβλιογραφία του Lorenzo Mattotti είναι απόλυτα συνδεδεμένες, όπως σε κάθε μεγάλο καλλιτέχνη. Ολα του τα κόμικς μπορούν να διαβαστούν και ως μια αυτοβιογραφία πνευματική, συναισθηματική και καλλιτεχνική. Δεν είναι μόνο έργα τελείως αντισυμβατικά, είναι κυρίως το αποτέλεσμα ανησυχιών, αμφιβολιών και προσωπικών εμπειριών. Αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, παραδείγματος χάριν, αποτυπώνονται στο «ΙΙ signor Spartacco» (1983), πολύ ενδιαφέρον για τους ελαφρείς τόνους που καταφέρνει να συντηρεί η ιστορία, παρά το πολύ βαρύ σενάριο: ένας άνθρωπος χάνει την επαφή με τον κόσμο που τον περιβάλλει. 0 Mattotti Θεωρεί τα παιδικά χρόνια του ως τα πιο ευτυχισμένα της ζωής του. Γεννημένος το 1954 στην Μπρέσια, έζησε ως παιδί και στην Ανκόνα, στην Πάρμα και στο Κόμο, γιατί o πατέρας του, αξιωματικός του στρατού, έπαιρνε συχνά μεταθέσεις και μετακόμιζε με την οικογένειά του. 0 Lorenzo και τα αδέρφια του ήταν πολύ δεμένοι. «Το πλεονέκτημα που αλλάζαμε τόπο τόσο συχνά», λέει, «είναι ότι μάθαμε να βρίσκουμε σιγουριά στα πλαίσια της οικογένειας, αν και αργότερα έγινε πολύ δύσκολο να κάνουμε κοινωνικές σχέσεις. ‘Ενας από τους λόγους πoυ άρχισα να σχεδιάζω ήταν ότι το σχέδιο αποτελούσε γιο μένα ένα είδος άμυνας». Από παιδί, αντάλλασσε με τους φίλους του τα κόμικς, που περνούσαν διαρκώς από χέρι σε χέρι. Διάβαζε κόμικς με πάθος. Πήγε στη Βενετία να σπουδάσει Αρχιτεκτονική, όχι γιατί ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας, αλλά για να έχει πιο πολύ ελέυθερο χρόνο να σχεδιάζει. Παρ’ όλα αυτά, η επίδραση των αρχιτεκτονικών σπουδών του αποτυπώνεται έντονα στην ικανότητα που έχει να οργανώνει το χώρο και να χειρίζεται τη σχέση μεταξύ τρισδιάστατων αντικειμένων, ικανότητα προφανή στα κόμικς, στην εικονογράφηση και στη ζωγραφική του. Γύρω στο 1975, όταν ο Mattotti προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να γίνει δημιουργός κόμικς, σχεδίασε την πρώτη ολοκληρωμένη ιστορία του («L’ universo e infinito»), εμπνευσμένη από τα μυθιστορήματα του συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Robert Sheckley. Αυτή η ιστορία βασίζεται σε ένα σενάριο του συμμαθητή του στο Λύκειο Fabrizio Ostani, που υπογράφει ως Jerry Kramsky και με τον οποίο συνεργάζεται ακόμα και σήμερα. Μαζί του υπέγραψε και την πρώτη δημοσιευμένη graphic novel του με τίτλο «Alice Brum Brum nella riserva metropolitana» (1977). Αμέσως μετά, δημοσίευσε μια προσαρμογή σε κόμικς του μυθιστορήματος του Mark Twain « Huckleberry Finn» και το «Tram Tram rock» – και τα δύο σε σενάριο του Antonio Tettamanti. Τα πρώτα έργα του Mattotti ήταν έντονα επηρεασμένα από τον Jose Muńoz και τον Carlos Sampayo. Η συνάντησή του με τους περίφημους αργεντίνους, που εκείνη την εποχή ζούσαν στην Μπρέσια, ξύπνησε μέσα του την επιθυμία να ενσωματώσει τη ζωή του στη δουλειά του, ακριβώς όπως έκαναν αυτοί. Το αποτέλεσμα ήταν το «Incidenti», που δημοσιεύτηκε το 1985 στο περιοδικό «Alter Alter». Αυτό το έργο καθρεφτίζει την ταραχή του δημιουργού εκείνη την περίοδο που άλλαζε συνέχεια κατοικία, αλλά και το καταθλιπτικό πολιτικό κλίμα που διαμορφωνόταν εκείνη την περίοδο στην Ιταλία, μετά το τέλος των κινημά-των. Το «Incidenti», αν και ασπρόμαυρο, είναι το έργο στο οποίο ο Mattotti αρχιζει να αναπτύσσει το προσωπικό του στυλ, δημιουργώντας μια ιστορία ρεαλιστική με φανταστικά στοιχεία. Ένα χρόνο μετά, στο «ΙΙ Signor Spartacco», ο Mattotti ανακάλυψε την απελευθερωτική δύναμη του Χρώματος. Ήταν σαν ένα παράθυρο που άνοιξε ξαφνικά και διάπλατα», λέει. «Συνειδητοποίησα άτι μπορώ να σχεδιάσω μια ιστορία με στυλ πολύ διαφορετικά και να χρησιμοποιώ διάφορα είδη επιρροών: μέσα επικοινωνίας, ζωγραφική, κόμικς». Τα κόμικς ήταν μια περιοχή έκφρασης απόλυτα ελεύθερη, όπου η φαντασία δεν είχε περιορισμούς. Αυτές τις νέες δυνατότητες που μόλις ανακάλυψε, τις εξερεύνησε στο έντονα αναρχικό «Doctor Nefasto», γραμμένο από τον Jerry Kramsky, και στο «Fuochi». Και οι δύο αυτές ιστορίες πρωτοδημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Alter Alter», η δεύτερη μάλιστα Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του Mattotti μέχρι σήμερα. Όταν εκδόθηκε στη Γαλλία, το 1984 με τον τίτλο «Feux», προκάλεσε μεγάλο θόρυβο και ανακηρύχ0ηκε από κριτική και κοινό ως «θεμελιώδες έργο της ένατης τέχνης». Την ίδια περίοδο, ο Mattotti άρχισε να σχεδιάζει και για το περιοδικό μόδας «Vanity», και αυτή η δραστηριότητα τον έκανε για πρώτη φορά γνωστό και σε ένα κοινό πέρα απ’ αυτό που διαβάζει κόμικς και περιζήτητο ως εικονογράφο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 90, εικονογράφησε και πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων το «Cenere» του Tonino Guerra, το « Pinocchio» του Carlo Collodi και την «Κόλαση» από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη. Εικονογράφησε επίσης πολλά βιβλία για παιδιά. 0ι εικόνες του για το περιοδικό «Vanity» συγκεντρώθηκαν σε τόμο με τον τίτλο «Mattotti pour Vanity», ενώ το ίδιο έγινε αργότερα και με τις εικονογραφήσεις του για την εφημερίδα «Le Monde» («Lorenzo Mattotti pour “Le Monde”»). Άλλα έντυπα με τα οποία συνεργάστηκε είναι το «The Νew Yorker», το «Das magazin» και η «Sϋddeutschezeitung». Ως εικονογράφος, ο Mattotti έχει το μεγάλο χάρισμα να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του κειμένου, διατηρώντας ταυτόχρονα το ιδιαίτερο προσωπικό στυλ του και τη χαρακτηριστική ποιητική και ονειρική διάσταση των εικόνων του. Παρ’ όλες τις πολλές δραστηριότητές του και την καθολική αναγνώρισή του ως κορυφαίου εικαστικού, ο Mattotti εξακολουθεί να Θεωρεί ότι είναι κυρίως δημιουργός κόμικς. Το 1990, δημοσίευσε μια συλλογή σύντομων ιστοριών («Labirinti») και εξέδωσε το «Murmure», μια ιστορία που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Dolce Vita», ενώ στα μέσα της δεκαετίας εκδόθηκε το άλμπουμ «Caboto», σε σενάριο του Jorge Zetner. Αυτή η, μάλλον φανταστική, βιογραφία του διάσημου εξερευνητή και χαρτογράφου Sebastian Caboto, διαβάζεται σε δύο επίπεδα: ως η περιπέτεια της κατάκτησης της Αμερικής, αλλά και ως μεταφορά των συνεχών καλλιτεχνικών αναζητήσεων του Mattotti. Με το επόμενο κόμικς του, «L’ uomo alla finestra», ο Mattotti επιστρέφει στο ασπρόμαυρο. Πρόκειται για μια ιστορία, εσωτερική και μελαγχολική, ενός γλύπτη που περνάει κρίση συναισθηματική και καλλιτεχνική, για μια ιστορία βασισμένη πάνω σε μια σειρά συναντήσεων, όπως το «Incidenti». Και εδώ ο πρωταγωνιστής κυριαρχείται από το φόβο: για τη ζωή, για τον έρωτα, για τα ίδια του τα συναισθήματα. Όπως και στο «Incidenti», υπάρχουν κι εδώ παραλληλισμοί με τη ζωή του Mattotti, αν και ο ίδιος σωστά λέει ότι δεν είναι περισσότερο αυτοβιογραφικό από τα προηγούμενα έργα του. 0 Mattotti χρησιμοποίησε το ασπρόμαυρο και στη συνέχεια: στο εικονογραφημένο ποίημα «L’ arbre du penseur» (1997) και στο «Stigmate» (γραμμένο από τον Claudio Persanti), την πρώτη του graphic novel μετά από έξι χρόνια. Το «Stigmate» είναι το πιο ώριμο και ολοκληρωμένο έργο του Mattotti. Μετά τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα υπαρξιακά διλήμματα των πρώτων του έργων, ο Mattotti φαίνεται έτοιμος για την απόπειρα να δώσει μια απάντηση στα ερωτήματα του ανθρώπου. Μετά από μια τόσο δύσκολη πορεία αναζήτησης, αισθάνεται πλέον δικαιωμένος, περισσότερο εσωτερικά και λιγότερο από τα εγκώμια της κριτικής και την αναγνώριση του κοινού.

Παρακάτω, μια ιστορία του Mattotti, σε σενάριο του παλιού του φίλου Jerry Kramsky, μέσα από το τεύχος 2 της βαβέλ.

Κι εδώ, ένα πιο “εικαστικό” του έργο, μέσα από το τεύχος 244 της βαβέλ.