Andrea Bruno
Andrea Bruno γεννήθηκε το 1972 στην Κατάνια της Σικελίας. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Μπολόνια. Η εξαιρετικά ιδιαίτερη τεχνοτροπία του, τα υποβλητικά του ασπρόμαυρα καρέ και φυσικά το κοινωνικό βάθος των ιστοριών του τον κάνουν -κατά τη γνώμη μας- έναν από τους σημαντικότερους σήμερα σχεδιαστές κόμικς. Έναν από αυτούς που, πιάνοντας το νήμα από τους μεγάλους κινηματικούς ιταλούς δημιουργούς που ξεπήδησαν τη δεκαετία του 70 στην Ιταλία, μεταχειρίζεται τα κομικς σαν ένα κοφτερό εργαλείο που τέμνει διαγώνια μια πραγματικότητα πληθωριστικά και κυνικά εικονοποιημένη. Κι αν η τέχνη της αφήγησης και της κριτικής βρίσκεται εδώ και δεκαετίες υπό διωγμό, ο Bruno, σίγουρα στέκεται απ’ αυτήν τη μεριά του οδοφράγματος. Όχι μόνο χάρη στην εικαστική του δεινότητα (τόσο στις σκληρές ασπρόμαυρες ιστορίες, όσο και στα έγχρωμες), αλλά κυρίως μέσω του τρόπου με τον οποίο συλλαμβάνει και αποδίδει την πραγματικότητα. Η θεματολογία του και οι κόσμοι που σκηνοθετεί άλλωστε είναι επικίνδυνα συγκεκριμένοι και σαφείς: μετανάστες εργάτες, δυστοπικές μεταφορές εμφυλίων πολέμων, εγκαταλελειμμένα αστυακά τοπία, πολιτικοποιημένος κόσμος στα όρια της παρανομίας αλλά και βαθιά μέσα στα αδιέξοδα κοκ.
Ο Bruno, οποίος ξεκίνησε να δημοσιεύει στις αρχές των 90’s, συνεχίζει να εκδίδει τακτικά, παίρνει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις κι είναι ιδρυτικό μέλος της κολλεκτίβας Canicola (ο καύσωνας στα ιταλικά). Πρόκειται για μια εκδοτική ομάδα αποτελούμενη από σχεδιαστές των οποίων η δουλειά είναι κάθε άλλο από απλοϊκή η εύκολη.Κι αν σήμερα πια ο Bruno έιναι ένας από τους πιο πολιτικοποιημένους κομιξάδες στην ευρώπη κι οι ιστορίες του είναι περιζήτητες από τα ελάχιστα σοβαρά περιοδικά που έχουν επιζήσει στο χώρο, οι αναφορές του χρονολογούνται από την εποχή που ο ίδιος ήταν παιδί. Τότε που τα κόμικ δημοσιεύονταν δίπλα σε πολιτικά κείμενα και κατέγραφαν την πραγματικότητα που άλλαζε ραγδαία γύρω τους. Τότε που ορισμένοι κομιξάδες, όντας συνδεδεμένοι με το κίνημα, βρέθηκαν στην πρωτοπορία των εικαστικών τεχνών, τόσο με τη γραμμή τους, όσο και με τα σενάριά τους. Για όσο άντεξαν την επίθεση των media του Berlusconi, των δικαστηριών, των αλεπάλληλων αυξήσεων στην τιμή του χαρτιού και φυσικά της ανατροφοδοτημένης από το κίνημα βιομηχανία της διαφήμισης και της διασκέδασης. Των ίδιων μηχανισμών που (όπως γράφει ο Balestrini μέσω ενός ήρωα του στον “Εκδότη”) κατάφεραν να ξαναγράψουν την εκρηκτική ιστορία της δεκαετίας του 70 -του σχεδόν δεκαετή ιταλικού Μάη- και να την επιβάλλουν την ανάμνηση της ως χρόνων μολυβένιων υπό το κράτος του φόβου.
Tο ταραχώδες ασπρόμαυρο του ιταλού σχεδιαστή θυμίζει κάτι από τον Alberto Breccia (1919-1993), τον μεγάλο αργεντίνο δάσκαλο των κόμικς, αξίζει, όπως ήδη γράψαμε, μια θέση στην ιστορική γραμμή που συνδέει τον Andrea Pazienza (1956-1988), τον Stefano Tamburini (1955-1986), τον Fillippo Scozzari, τον Igort, τον Carpinteri κ.α. Τους δημιουργούς δηλαδή, που έφεραν τα κόμικς στη γη και στο τώρα (αφήνοντας πίσω τους περιπετειώδεις ήρωες και τις στερεοτυπικές και μανιχαϊστικές αφηγήσεις), για να περιγράψουν την πολιτική κατάσταση και τη βία των κοινωνικών σχέσεων που οι ίδιοι βίωναν. Ο αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο απεικονίζει τις ανθρώπινες μορφές, όπως και τα αστυακά αλλά και τα επαρχιακά τοπία είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια οικονομία των εκφραστικών μέσων. Ο Bruno, χρησιμοποιώντας την σκληρή αντίθεση μαύρου και άσπρου, οικοδομεί χαρακτήρες και περιβάλλοντα γνώριμα μα και μυστηριώδη. Ακόμη περισσότερο, καταφέρνει, αφηγούμενος δυστοπικά σενάρια, να σκιαγραφεί τις κοινωνικές σχέσεις μέσα από μιαν αποκαλυπτική μυθοπλασία. Οι ιστορίες του, μεγάλες και μικρές, όντας ανοιχτές κι απαιτώντας πολλαπλές αναγνώσεις αναφέρονται στο σήμερα, καταγράφουν κι αναδεικνύουν διαφορετικές μορφές βίας αφήνοντας κατά μέρος τα στερεότυπα και τον εύκολο διδακτισμό. Αν σκεφτεί κανείς πως σήμερα για να διαβάσει κανείς ανάμεσα στις γραμμές, πρέπει πρώτα να θυμηθεί να διαβάζει, τότε καταλαβαίνει γιατί έχουμε ανάγκη από τέτοιες αφηγήσεις. Αφηγήσεις γεμάτες από ασπρο μέσα σε μαύρο και τούμπαλιν.
Παπακάτω μπορείτε να ξεφυλλίσετε μια μικρή ιστορία του την οποία έφτιαξε το 2001 και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 224 της βαβέλ. Γι άλλη μια φορά ο Bruno αφηγήται ένα στιγμιότυπο το οποίο σαφώς αναφέρεται σε μια ιστορία που τραβάει σε μάκρος. Η δράση είναι σχεδόν ανύπαρκτη κι η γραμμή του χρόνου θολή. Στην πραγματικότητα, η αίσθηση του χρόνου διαστέλλεται έτσι ώστε να αποκρυσταλωθεί μια γενικότερη συνθήκη. Ο τόπος είναι μάλλον απροσδιόριστος (μάλλον κάπου στην ιταλία) και πάντα αφιλόξενος, οι ήρωες κι οι ζωές τους το ίδιο κι ο χρόνος σταματημένος.
Στα ελληνικά κυκλοφορεί μια μόνο μεγάλη ιστορία του Andrea Bruno σε ξεχωριστή έκδοση. Πρόκειται για τα “Όπλα” τα οποία εκδόδικαν το 2012 από τις εκδόσεις Antifa Barricada. Περισσότερες πληροφορίες καθώς και σημεία διακίνησης μπορείτε να βρείτε εδώ.
Μια επισκόπηση του “Όπλα” μπορείτε να δείτε εδώ: