Joe Sacco
Ο Joe Sacco γεννήθηκε στη Μάλτα το 1960, έζησε ως παιδί στην Αυστραλία και μετακόμισε με την οικογένειά του στις Η.Π.Α. μόλις το 1972. Πήρε πτυχίο δημοσιογραφίας αλλά απογοητεύτηκε νωρίς από τις προοπτικές του επαγγέλματος κι έτσι αποφάσισε να στραφεί στα κόμικς και επαγγελματικά. Το ενδιαφέρον του όμως για τον πόλεμο του Κόλπου το 1991, τον έσπρωξε να διαβάσει αρκετά κι εντέλει να ταξιδέψει κι ο ίδιος στη Μέση Ανατολή. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε ένας κύκλος ταξιδιών, συγγραφής και καταγραφής. Επισκεπτόταν μέρη κι έπειτα γυρνούσε πίσω κι έφτιαχνε κόμικς με το υλικό που είχε μαζέψει. Η αρχή έγινε με το “Palestine” το οποίο εκδιδόταν σταθερά από 1993 μέχρι το 1995 και πατάει πάνω στις προσωπικές του εμπειρίες αλλά και τις συνεντεύξεις που πήρε στο πέρασμα του από το ισραήλ και κυρίως τα κατεχόμενα εδάφη της Παλαιστίνης. Το αποτέλεσμα είναι ένα σκληρό κι απαιτητικό ανάγνωσμα για πρωτοκοσμικούς αναγνώστες αλλά και η διεθνής αναγνώριση. Στη συνέχεια, o Sacco ταξίδεψε στα ερείπια της πρώην Γιουγκοσλαβίας για να καταγράψει στο “Safe Area Goražde” κι έπειτα στο “The Fixer”, το κομμάτι του σερβοβοσνιακού πολέμου που δεν περιλαμβανόταν στα άρθα των εφημερίδων και στις εκθέσεις του Ο.Η.Ε. Το Goražde ήταν ένας από τους “ασφαλείς θύλακες” που προστατευόταν από τον Ο.Η.Ε.: Εκεί, σύμφωνα με τους διεθνείς κανονισμούς, οι βόσνιοι πρόσφυγες που κατέβαιναν προς το νότο για να ξεφύγουν από το σερβικό στρατό, τους σερβοβόσνιους παραστρατιωτικούς και τους “εξωτερικούς συνεργάτες” τους (όπως για παράδειγμα έλληνες παραστρατιωτικούς), θα ήταν ασφαλείς. Μάλιστα, ο στρατός των Ηνωμένων Εθνών ήταν εκεί για να επιβλέπει την τήρηση των διεθνών συμβάσεων. Αυτά που επακολούθησαν βέβαια δεν είχαν καμία σχέση με αυτά που ανακοίνωνε ο Ο.Η.Ε. Ούτε μ’ αυτά που έβγαιναν στις ειδήσεις την εποχή εκείνη. Οι ιστορίες του Sacco λοιπόν πραγματεύονται κομμάτια της πραγματικότητας που έμειναν απ’ έξω από την κυρίαρχη αφήγηση.
Τόσο το “Palestine”, όσο και το “Safe Area Goražde” έκαναν τον Sacco έναν διεθνώς γνωστό κι αναγνωρίσιμο σχεδιαστή κι αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της δουλειάς που συνεχίζει επιτυχώς μέχρι σήμερα. Πράγματι, ο κομιξάς αυτός με τις πολλές πατρίδες είναι ήδη αρκετά γνωστός ανάμεσα μας. Ανάμεσα σ’ όσους ψάχνουν (στα κόμικς όπως κι αλλού) μια αποκαλυπτική καταγραφή των όσων ζούμε. Σ’ όσους ψάχνουν μια απεικόνιση των σχέσεων χωρίς κλισέ και στερεότυπα. Κι ευτυχώς ή δυστυχώς, χωρίς happy ending. Πρόκειται για μια μάλλον ασυνήθιστη περίπτωση κομιξά: Ανήκει σ’ αυτό το κομμάτι της παγκόσμιας παραγωγής κόμικ που, παρότι μικρό, έχει ήδη καταφέρει πολλά τα τελευταία 40 χρόνια. Έχει καταφέρει να καταγράψει αυτά που αισθανόμαστε κι αυτά που απωθούμε μέσα σε μια πραγματικότητα που μας καταπίνει. Την καθημερινή παράνοια, την πολιτική στη μικρή και στη μεγάλη κλίμακα, το χάος των δυτικών μητροπόλεων και φυσικά τη μοναξιά.
Οι ανθρώπινες σχέσεις μπερδεύονται κι αναπαρίστανται πια και μέσα από αυτό το “παιδιάστικο” λογοτεχνικό είδος. Φέρνοντας έτσι σ’ επαφή διαφορετικούς ανθρώπους από διαφορετικά μέρη του κόσμου. Σ’ αυτήν την παράδοση πάτησε, μπολιάζοντάς την με τις δικές του εμπειρίες και εκφραστικές δυνατότητες, για να κάνει αυτό που κάνει τα τελευταία 20 περίπου χρόνια. Κι αυτό είναι έκδηλο στη δουλειά του. Όπως επίσης κι η παράδοση των αμερικάνικων underground κόμικς. Και φυσικά κάπου εκεί διακρίνεται κι η αγάπη του για τον πατέρα του αμερικάνικου underground, τον Robert Crumb. Πώς αλλιώς;
“Βάζοντας μελάνι στο χαρτί και λόγια στα στόματα”
Για να περιγράψει κανείς τη δουλειά του Sacco, δεν αρκεί να πει απλώς πως έμπλεξε τα κόμικς με το ρεπορτάζ και τα ταξίδια. Είναι η ματιά του που τον διαφοροποιεί. Γιατί τα θέματα που επίλέγει, σαν τίτλοι τουλάχιστον, δεν είναι άγνωστα ούτε στον πιο εγωιστή και κυνικό δυτικό υπήκοο. Αυτό όμως που είναι σχεδόν άγνωστο και εντελώς ασυνήθιστο, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα προσεγγίζει. Η τεκμηριωμένη αναπαράσταση των γεγονότων και το αλύπητο σφυροκόπημα της πραγματικότητας δεν αφήνουν χώρο ούτε για μελό αντιδράσεις, ούτε για ανθρωπιστικές κορώνες. Καθώς βυθίζεται κανείς στις αφηγήσεις των ηρώων του, έρχεται ταυτόχρονα κοντά σε εμπειρίες μακρινές και δυσπρόσιτες. Όπως και να το κάνουμε, τα εγκλήματα πολέμου δεν είναι κομμάτι της δικής μας καθημερινότητας. Αυτήν την απόσταση διανύει μαζί μας ως αφηγητής, αλλά και ως ήρωας στο ίδιο του το κόμικ. Κι ενώ προσπαθεί με όλα του τα εκφραστικά μέσα να αναδείξει τις ζωές κοινοτήτων ανθρώπων, όπως για παράδειγμα των παλαιστίνιων στη λωρίδα της Γάζας, δεν υποκρίνεται πως είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό που είναι. Δεν αρνείται την υποκειμενικότητα του, ούτε και τα όρια της. Έρχεται από την πρωτοκοσμική δύση. Τόσο αυτός, όσο κι οι περισσότεροι από τους αναγνώστες του.
Γι αυτό και βάζει τους ίδιους τους ήρωες να πουν την ιστορία τους και να μιλήσουν για τη ζωή τους. Παίρνει συνεντεύξεις, αποτυπώνει τα τοπία των γεγονότων, ακολουθεί τις πληροφορίες που του δίνουν και προσπαθεί να βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται στη δράση. Εντέλει, η αφήγησή του αποτελεί ένα σφιχτό συνεχές που δε γίνεται κατανοητό μ’ ένα απλό ξεφύλλισμα. Πρέπει ν’ ακολουθήσεις το νήμα που ξετυλίγεται καθώς όλο και προστίθενται νέοι ήρωες που φέρνουν στο φως νέα στοιχεία και τοποθετούνται μέσα περιοχές που έχουμε δει μόνο στις ειδήσεις. Ενώ λοιπόν στη μια σελίδα μαθαίνεις για την ιντιφάντα από κάποιον νεαρό, στην επόμενη διαβάζεις ξαφνικά τα λόγια ενός γέρου παλαιστίνιου για την επίθεση των ισραηλινών το 1948. Το θέμα βαραίνει, οι διηγήσεις συνδέονται κι εσύ βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια ιστορία μισού αιώνα και βάλε. Και τα στοιχεία προστίθενται και προστίθενται. Μετά από λίγο καταλαβαίνεις πως ακόμα κι αν ήξερες ήδη κάποια πράγματα για το θέμα, η αλλεπάλληλη παρουσίαση των γεγονότων κι οι εικόνες που φτιάχνουν οι ιστορίες που ξεστομίζονται σε πιάνουν απροετοίμαστο. Ευτυχώς, στο διπλανό καρέ βρίσκεις κάτι για να πιαστείς. Είναι η φιγούρα του ίδιου του Sacco ποου απεικονίζεται σαστισμένος. Μια φιγούρα διαφορετική, με τα μάτια πάντα επιμελώς κρυμμένα πίσω από τ’ αδιαφανή γυαλιά του, να τρέμει και να ιδρώνει. Ανήμπορος να ακούσει ακόμα λίγο απ’ αυτά που οι άλλοι ζουν κάθε μέρα.
Όμως δεν πρόκειται για τον μόνο αμερικανοτραφή σχεδιαστή που έχει καταπιαστεί με επιτυχία με τέτοιυ είδους θεματολογία. Το έργο του Sacco έχει συγκριθεί με αυτό του Art Spiegelman. Ένός καταξιωμένου αμερικάνου σχεδιαστή, ο οποίος περιέγραψε μέσα από το “Maus” τις συνθήκες κράτησης στο Άουσβιτς. Σε αντίθεση με τονSpiegelman, ο Sacco, δεν φτιάχνει μια πλοκή, ούτε διαμορφώνει χαρακτήρες, θετικούς ή αρνητικούς, που να οδηγούν το σενάριο. Αποκαλύπτει κομμάτι κομμάτι, μέσα από τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών, την πραγματικότητα. Περιγράφει το ταξίδι των μεταναστών από την αφρική και μετά βάζει κάποιον μαλτέζο να γκρινιάζει για την όψη των δρόμων. Κι έτσι δείχνει την κατάσταση όπως ακριβώς είναι. Ζωντανή κι αμφίρροπη. Δείχνει τον κοινωνικό αυτοματισμό και τον κυνισμό των δυτικών υπηκόων αλλά και τον πλούτο των σχέσεων που αναπτύσσονται σε ακραίες συνθήκες. Ίσως στην περίπτωση του να ταιριάζει αυτό που έλεγε ο Όργουελ για το δικό του έργο: “Όταν γράφω δεν αισθάνομαι πως κάνω κάτι όμορφο. Έχω ένα έγκλημα να αποκαλύψω…” Ταιριάζει γιατί, όπως λέει κι ο Sacco, δεν αρκεί να παρουσιάζεις ορισμένα γεγονότα, χρειάζεται να έχεις μια πολιτική άποψη…
*το παραπάνω αποτελεί μέρος του εισαγωγικού κειμένου το οποίο βρίσκεται στο βιβλίο “Οι Ανεπιθύμητοι”, (Αθήνα,2012) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Antifa Barricada” : «Οι Ανεπιθύμητοι» βρίσκονται μέσα σ’ έναν τόμο με τον γενικό τίτλο «Reportages». Γι άλλη μια φορά ο Sacco βρίσκεται μπλεγμένος στην αφήγηση ιστορικών ντοκουμέντων και προσωπικών μαρτυριών που προέρχονται από την παλαιστίνη, το ιράκ, την ινδία, το ιράκ, την τσετσενία και τα παράλια της μεσογείου. Το νήμα που συνδέει τις ιστορίες ίσως να είναι ο τίτλος της ιστορίας “Εγκλήματα πολέμου” που ξεκινάει τον τόμο. Σ’ αυτό το κόμικ ο Sacco βρίσκεται μέσα στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης όπου παρακολουθεί τη δίκη των Κοβάσεβιτς, Κάρατζιτς και Μλάντιτς, οι οποίοι κατηγορούνται με την κατηγορία της γενοκτονίας. Ένα κεφάλαιο της πρόσφατης ιστορίας, αυτό του διαμελισμού της γιουγκοσλαβίας και της εθνοκάθαρσης των βόσνιων μουσουλμάνων, φαίνεται λοιπόν να κλείνει. Η πολιτισμένη δύση νίπτει τας χείρας της για το μεγαλύτερο έγκλημα μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και συνεχίζει απτόητη το έργο της και σ’ άλλες περιοχές του πλανήτη.
Στους “Ανεπιθύμητους” περιγράφεται η πορεία των αφρικανών μετανάστων που ξεκινάνε από τις χώρες της υποσαχάριας αφρικής, την αλγερία και το μαρόκο, και προσεγγίζουν την ευρώπη μέσω της μεσογείου. Ο πρώτος σταθμός, έστω και κατά λάθος είναι η μάλτα. Ο πρώτος; Όχι ακριβώς ο πρώτος. Ίσως η πρώτη ευρωπαϊκή γη. Γιατί για να φτάσουν μέχρι εκεί και να τους δουν από κοντά οι πρωτοκοσμικοί, οι μετανάστες αυτοί έχουν ήδη έρθει αντιμέτωποι με την καπιταλιστική μηχανή καταστροφής σε διάφορες μορφές της. Είτε πρόκειται για τα καθεστώτα των χωρών από τις οποίες προσπαθούν ν’ αποδράσουν, είτε για τα κυκλώματα που τους περνάνε από τα σύνορα “με το αζημίωτο”. Είτε για το καθεστώς χωρών όπως η Λιβύη που σκότωνε για χάρη των ευρωπαίων, είτε για την Frontex που περιπολεί στις ακτές της μεσογείου. Ίσως και να είναι η πρώτη φορά στην ιστορία μετά το δουλεμπόριο, που η μετανάστευση εργατών, η ατμομηχανή δηλαδή της καπιταλιστικής μηχανής, περιλαμβάνει σαν διαδικασία τόσο πολύ καταστροφή. Καταστροφή υλικού κεφαλαίου, ανθρώπων και σχέσεων.
Τα γυαλλιά του Κλαρκ Κεντ (του Ferruccio Giromini)
Το ρεπορτάζ σε μορφή κόμικς του Joe Sacco είναι μια αληθινή ευλογία, όχι μόνο για την καθαυτό αξία του έργου του, αλλά και γιατί αποτελεί τη φωτεινή απόδειξη πως τα κόμικς παραμένουν μια γλώσσα πλούσια, αυτόνομη, γεμάτη εκπλήξεις και με πολλούς ακόμα άσους στο μανίκι τους.
Και στην περίmωση του Sacco αυτό γίνεται προφανές, για δύο βασικούς λόγους: Ο πρώτος -που αφορά ουσιαστικά στη δημοσιογραφία- είναι ότι, συγκριτικά με τους συναδέλφους του των εφημερίδων ή της τηλεόρασης, ο comic journalist χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο για να ολοκληρώσει το ρεπορτάζ του. Αυτό φαινομενικά αποτελεί εμπόδιο, στην ουσία όμως επιβάλλει την περίσκεψη, την επαλήθευση σε βάθος των πτυχών, την κατασταλαγμένη άποψη και πιθανώς μια αντικειμενικότερη ματιά στα γεγονότα. Οι αναγνώστες το αντιλαμβάνονται απόλυτα αυτό -κι εδώ μπαίνει ο παράγοντας κόμικς- γιατί διαβάζουν/βλέπουν τα κόμικς με μεγαλύτερη συμμετοχή, προσθέτοντας πάντα κάτι δικό τους (είναι άλλωστε βασικός κανόνας της ανάγνωσης των κόμικς να συμπληρώνει κανείς το κενό από το ένα καρέ στο άλλο με την προσωπική του λογική και το συναίσθημα).
Το έργο του Joe Sacco, λοιπόν, διαθέτει μια αξία απολύτως πρωτότυπη σ’ αυτούς τους λαχανιασμένους καιρούς, τους υστερικά βιαστικούς και κατακερματισμένους. Είναι μια ελεγεία στη βραδύτητα του δημιουργού, από τη μια, που -απελευθερωμένος από την τυραννία του «ζωντανού χρόνου»- έχει την άνεση να παρατηρήσει καταστάσεις, να ακούσει ιστορίες, να αφομοιώσει την ατμόσφαιρα που θα μεταφέρει στις σελίδες του. Ύμνος στη βραδύτητα του αναγνώστη, από την άλλη, που αναγκάζεται να μπει στο μυαλό του ρεπόρτερ, να δει μέσα από τα μάτια του, να ακούσει τις ιστορίες βλέποντας κατάφατσα τον αφηγητή, να απορροφήσει όχι την «είδηση», αλλά την ίδια την ουσία των καταστάσεων. Ο Joe Sacco κάνει πολύ καλά, εξαιρετικά, τη δουλειά του, ίσως γιατί είναι ο πρώτος που αναμετρήθηκε με το είδος αυτό. Το κόμικς-ρεπορτάζ, και μάλιστα υπό δραματικές συνθήκες, μέσα σε πολέμους, ουσιαστικά το εφηύρε αυτός. Δυστυχώς χωρίς πολλούς μιμητές. Μοναχικός καβαλάρης του comic journalism, αναλαμβάνει τις ευθύνες του και προχωρεί στο δρόμο του. Σχεδόν ηρωικά…
Ως σωστός πολεμικός ανταποκριτής, εκτίθεται πάντα προσωπικά, όπως ο Ernie Pike της πραγματικότητας κι ο Ernie Pike (των Oesterheld και Pratt) της φαντασίας. Είναι ταυτόχρονα αυτόπτης μάρτυρας, δημιουργός και «χάρτινος;» ήρωας. Η απόλυτη έκφραση των κόμικς! Στις ρίζες του χαρακτήρα, του ρόλου και της μεθόδου του, θα βρούμε σίγουρα μεγάλους δημοσιογράφους, όπως ο John Reed και ο Hunter S. Thomson. Θα βρούμε, όμως, όπως εξομολογείται κι ο ίδιος, και τον εφηβικό ενθουσιασμό για τα αγγλικά war comics και για τα άλμπουμς του Sgt. Rock των Bob Kanigher και Joe Kubert.
Αλλά και ακόμα πιο πριν, όταν ζούσε παιδί στην Αυστραλία, υπήρχαν οι αφηγήσεις για τον παγκόσμιο πόλεμο των πατεράδων των φίλων του, που προέρχονταν απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης. Για κάποιον που γεννήθηκε στη Μάλτα, μεγάλωσε στην Αυστραλία και κατόπιν στις ΗΠΑ, στο Λος Άντζελες και στο Πόρτλαντ, και μετά πάλι στη Μάλτα και στη Γερμανία, και ούτω καθεξής, η συνεχής επαφή με κοινότητες πάντα διαφορετικές, πάντα μεικτές, θα μέτρησε οπωσδήποτε στην αντίληψή του για τον κόσμο, στις πολιτικές και αισθητικές επιλογές του. Έτσι, σήμερα, στο Πάνθεον των κόμικς, δεν υπάρχει μόνο ένας μαλτέζος, εκείνος ο γνωστός ρομαντικός ναυτικός με το σκουλαρίκι, ούτε ένας μοναδικός γυαλάκιας δημοσιογράφος που μεταμορφώνεται αστραπιαία σε ήρωα-προστάτη των αδυνάτων. Σήμερα υπάρχει, και θα συνεχίσει ελπίζουμε να υπάρχει, και ο Joe Sacco.
Το παραπάνω περιλαμβάνεται στο τεύχος του 7ου διεθνούς φεστιβάλ κόμικς της βαβέλ με γενικό τίτλο “Το άλλο μισό του ουρανού”