Savage Pencil
Τα κόμικ στριπς και οι εικονογραφήσεις του Savage Pencil είναι ασυνήθιστα βρόμικα. Ασυνήθιστα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα του είδους, με συγκρίσεις που μπορούν να γίνουν με τους αμερικάνους underground σχεδιαστές του ’60, με κυριότερη αναλογία τη δουλειά του horror vacui βωμολόχου S. Clay Wilson, την επίγονη punk αισθητική του Gary Panter (κολλητού φίλου του Savage Pencil ή Sav Χ, όπως συνηθίζει να υπογράφει), το οργιώδες χάος της αμερικάνας ζωγράφου Sue Williams ή τα αγορευμένα παιδοφιλικά/νεκροφιλικά κόμικς του Mike Diana (ο οποίος πιθανότατα είναι βαθιά επηρεασμένος από τη δουλειά του Pencil, χωρίς όμως να διαθέτει την καλαισθησία, ναι καλαισθησία, του τελευταίου). Είναι αρκετές άραγε αυτές οι αναφορές για να κατανοήσει ο αμύητος το έργο του Savage Pencil; Ε, λοιπόν, όχι. Πρώτα απ’ όλα ο Sav Χ είναι cool και, βέβαια, είναι Βρετανός. Μέσα από τα χαοτικά σκαριφήματά του, όπου η βία, η βρομιά, η μουντζούρα ή η κοπρολαγνεία μπορεί να είναι ο κανόνας, θα ανακαλύψει κανείς και ένα σίγουρο φλέγμα. Τι είδους χαρακτήρες είναι οι σταθεροί ήρωές του όπως ο Dead Duck ή ο Mr. Inferno; Δύσκολο να τους περιγράψεις, όμως μια κοινοτοπία που μπορεί να βοηθούσε είναι «κάτι σαν ζωάκια του Disney μετά από ανεπανόρθωτη ψυχική διαταραχή». ‘Η ίσως μονοκοντυλιές ψυχασθενών με εμμονές γύρω από την ποπ κουλτούρα. Ή νορμάλ αμερικάνικο κόμικ στριπ που μεταλλάχτηκε μέσα σε λουτρό από ψυχοδηλωτικά φάρμακα. Ή το φλέγμα των Monty Pythons μέσα από τον punk προκρούστη και μια χαλασμένη πένα. Ή …
Ακούγονται ενδιαφέροντα, όμως είναι πάντα δύσκολο να περιγράψεις το έργο ενός ανθρώπου με λεκτικά κλισέ. Πάνω απ’ όλα, τα σκίτσα του Sav Χ είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που έκανε τις εμμονές του τρόπο ζωής. Αρνήθηκε συνειδητά να ενηλικιωθεί, ανακυκλώνοντας μονότονα τις παραστάσεις που τον σημάδεψαν στην παιδική του ηλικία, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει (και περιγράφει) την απέραντη σκληρότητα της ενήλικης ζωής. Η οποία μάλλον είναι ακόμη σκληρότερη στις φτωχογειτονιές και την επαρχία της Αγγλίας. Έτσι, αυτή η αντίφαση γεννάει τη σχιζοφρενική φύση της δουλειάς του: χαριτωμένα ζωάκια, τα οποία διαπράτουν τις πιο διεστραμμένες πράξεις και εκδηλώνουν απύθμενη βιαιότητα. Όλα αυτά τα εκδηλώνει είτε με την απλότητα ενός γρήγορου σκίτσου που μοιάζει να έγινε σε πέντε λεmά, είτε με την πολυπλοκότητα ενός αραβουργήματος με έμφαση στη διακοσμητικότητα που μπορεί να δανείζεται τη συμμετρία των ινδικών mandala, αλλά και μια συμπτωματολογία Φόβου του Κενού. Ομολογημένος θαυμαστής του Panter, ο Savage Pencil (ή, κατά κόσμον, Edwin Pouncey) άρχισε να δημοσιεύει το κόμικ στριπ «Rock ‘n’ RolI Ζοο» σε διάφορα fanzines την εποχή της έκρηξης του αγγλικού punk. Είχε παράλληλα την τιμή να σχεδιάσει το εξώφυλλο του πρώτου ανεξάρτητου άλμπουμ-συλλογής με τοπικά punk συγκροτήματα. Αργότερα το στυλ του έγινε πιο περίτεχνο και καταλήφθηκε από ένα είδος φόβου του κενού, γεμίζοντας κάθε δυνατή επιφάνεια. Κάθε επιφάνεια μέχρι την τελευταία γεμίζονται με τα στρεβλά μοτίβα του Savage Pencil. Αν ο Ακριθάκης εξέφραζε με εξαιρετικό τρόπο (παρότι ‘Ελληνας) το πνεύμα της ψυχεδελικής κουλτούρας, εδώ έχουμε μάλλον να κάνουμε με μια μεταλλαγμένη punk εκδοχή του δικού του τσίκι τσίκι. Αν ο Pouncey αγνοεί τη δουλειά του Ακριθάκη; Φυσικά.
Ο Savage Pencil έχει διατηρήσει μια έντονη, τρυφερή αγάπη για τη hot rod χαρακτηριολογία του Ed-Big Daddy-Roth με τα καρτούνςΦρανκενστάιν, το ποντίκι Rat Fink, το διεστραμμένο αντίβαρο στον Μίκυ Μάους, τους surf δίσκους των Weirdos και τα χειροποίητα αμάξια αγώνων της Καλιφόρνια του ’60. Είναι ένας ρομαντικός.
‘Ομως δεν φοβάται να κυλήσει τις αγάπες του στο βούρκο. Όπως και ο φίλος του, ο Αμερικάνος σχεδιαστής Gary Panter, ο Sav Χ ενσωματώνει στις σκατολογικές του ασκήσεις όλη την παιδική θεματολογία των Funny Animals Comics – τα «χαριτωμένα ζωάκια που μιλούν», τους ήρωες του Disney και της Warner Brothers. Και βέβαια μοιράζεται την ίδια εμμονή για τον Godzilla και τις γιαπωνέζικες ταινίες τεράτων. Όπως επίσης μοιράζεται με τον Panter την ίδια αγάπη για το καλύτερα κρυμμένο ίσως μυστικό της αμερικάνικης μεταπολεμικής κουλτούρας, το ανώνυμο σχήμα των The Residents.
Στο στριπ “Rock ‘n’ Roll Ζοο” σχεδίαζε τη μουσική επικαιρότητα της ετχής (1979-1981) καλύτερα από πολλούς κριτικούς που φιλoξενoύvτα, στις ίδιες σελίδες μ’ αυτόν, χωρίς να διστάζει να πληροφορεί το κοινό για τις πιο συσκστισμένες avant garde τάσεις της σύγχρονής του σκηνής. Ίσως γι’ αυτό τελικά αποφάσισε, παράλληλα με το σχέδιο, να καθίσει να γράψει μουσικοκριτικές σε μόνιμη βάση. Και πάλι, πώς να περιγράψεις τα μεταλλαγμένα καρτούν του Savage Pencil; Αν πεις ότι το βρετανικό φλέγμα και η επιβεβλημένη αυτοσυγκράτηση ενώνονται με τις στομαχικές ακρότητες του Charles Bukowski, μπορεί να πεις ένα μέρος της αλήθειας. Είναι σχεδόν πάντα αδύνατον να αποσαφηνίσεις αν πρόκειται γιο ορνιθοσκαλίσματα ή για μαζοχιστικά περίτεχνα αραβουργήματα. Ανάμεσα στα δύο, απελευθερώνει μάζες σαρκοβόρου πάθους και σεξουαλικών φαντασιώσεων. Αυτή η αντίφαση, ή μάλλον μορφολογική σχιζοφρένεια. κάνει τη δουλειά του Pouncey ενδιαφέρουσα και εντελώς σύγχρονη. Στη μετα-punk εποχή νοιώθουμε όλοι(;) ενοχή να αποδεχτούμε την καλλωπισμένη ομορφιά. Μια δόση παράνοιας, αγριότητας της γραφής και casua. προσθέτουν σίγουρα και βοηθούν να μπει ένα έργο τέχνης στη ζωή μας.
Λίγα λόγια για μια ζωή
Ο σκιτσοσογράφος, καλλιτέχνης, μουσικοκριτικός κσι μουσικός Savage Pencil γεννήθηκε (ως Edwin Pouncey) στο Λιντς του Γιόρκσαϊρ στην Aγγλfα τον lούνιο του 1951. Ο πατέρας του εΙχε ένα μικρό κατάστημα που πουλούσε εφημερίδες και περιοδικά. Μεταξύ άλλων πουλούσε αμερικάνικα κόμικς, τσ οποΙα από πολύ νωρΙς τραβούσαν το ενδιαφέραν του νεαρού Edwin, όμως ο πατέρας του δεν τον άφηνε συχνά να τα πλησιάζει από φόβο «μήπως τα χαλάσει και δεν μπορούν να πουληθούν μετά». Ο μικρός δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι γιατί η περιοχή ήταν επικίνδυνη, αλλά κυρίως γιατί “δεν υπήρχε τίποτα να κάνεις και το μέρος ήταν εντελώς βαρετό”. Η μητέρα του πίστευε ότι έπρεπε να μάθει μια ξένη γλώσσα -κάτι ασυνήθιστο για την ΑγγλΙα- και τον έβαλε να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα γερμανικών. Αυτά αποδείχτηκαν μια τραυματική εμπειρία για τον μικρό Edwin, ο οποίος τελικά δεν έμαθε ξένες γλώσσες. Ανάλογα τραυματικά πρέπει να αποδείχτηκαν και τα μαθήματα χορου και κλασικής κιθάρας. Δούλεψε για πέντε χρόνια ως πωλητής σε πολυκατάστημα, υπομένοντας εξαιρετικά εξευτελιστικά πράγματα όπως το να φοράει στολή και να παίζει το ρόλο ρομπότ ή να πουλάει αγαλματάκια της Παναγίας. Την ίδια εποχή ήταν έντονα επηρεασμένος από εικόνες όπως το εξώφυλλο του δίσκου των MOthers of Invention, Uncle Meat (σχεδιασμένο από τον Cal Schenkel), αλλά και τα Marvel Comics.
Έφυγε από το Λιντς για να σπουδάσεις στο Colchester School of Art. Την ίδια εποχή ξεσπούσε η ιστορία του punk, γεγονός που επηρέασε σημαντικά τον S. P. Μετά από τέσσερα χρόνια μετακόμισε στο Λονδίνο, για να παρακολουθήσει το Royal College of Art. Όσο αποούδαζε εκεί άρχισε να σχεδιάζει το “Rock ’n’n Roll Zoo”, ένα κόμικ στριπ για τη μουσική εφημερίδα “Sounds”.Τρία χρόνια αργότερα και αφου είχε αποφοιτήσει, μετακομίζει στην Πενσιλβάνια των Η.Π.Α. για να διδάξει γραφιστική στο Penn State University. Την ίδια εποχή επισκέπτεται συχνά τη Νέα Υόρκη, όπου επηρεάζεται από τη μουσική σκηνή του No Wave. Μετά από επτά μήνες επιστρέφειστην Αγγλία. Απασχολείται σε μόνιμη βάση στη μουσική εφημερίδα “Sounds” ως σχεδιαστής, συντάκτης και εικονογράφος. Έξι χρόνια αργότερα, φεύγει για να δουλέψει σε ελεύθερη απασχόληση.
Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά “New Musical Express”, “Karrang!”, “Loaded”, “Top”, “MensWorld”. “Frieze”, “Juxtapoz”, “Mojo” και το “The Wire”, όπου εκτός των άλλων αρθογραφεί. Το 1985 σχεδίασε το εξώφυλλο του single “Death Valley ’69” των Sonic Youth, γεγονός που εκτίναξε την πορεία του ως σχεδιαστη εξωφύλλων δίσκων. Συνεχίζει να ζει στο Νοτιο Λονδίνο. Στις δραστηριότηες του περιλαμβάνονται σχέδιο, συγγραφή, παίξιμο θορυβώδους κιθάρας, συλλογή δίσκων, διάβασμα και παρακολούθηση τηλεόρασης.
Οι κάτωθι σελίδες εμπεριέχονται στην υπέροχη έκδοση “Savage Pencil ή πως να σφάξεις με το πινέλο”, με επιμέλεια του Θανάση Μουτσόπουλου από τις εκδόσεις futura.
Το κείμενο είναι του Θανάση Μουτσόπουλου και περιέχεται στην ειδική έκδοση για το 4ο διεθνές φεστιβάλ κόμικς της βαβέλ με τίτλο “Η μνήμη του μέλλοντος”, Αθήνα.