Mordillo

Ο Mordillo γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες τον Αύγουστο του 1932 και πέθανε στην ισπανική Μαγιόρκα τον Ιούνιο του 2019 αφού, πρώτα, πρόλαβε να ζήσει και να εργαστεί σε διάφορα μέρη του κόσμου. Πιο συγκεκριμένα, τη Λίμα, την Νέα Υόρκη, το Παρίσι, την Μαγιόρκα και το Μονακό. Τη δεκαετία του 1970, όταν ζούσε στην Ευρώπη, έφτσασε στο απώγειο της αναγνωρισιμότητας και της επιτυχίας. Έχοντας ήδη αποκρυσταλώσει το σχεδιαστικό του ύφος και μια σκωπτική, σατυρική ματιά, κατέκτησε επάξια μια σταθερή και παγκόσμια δημοφηλία. Όντας αβίαστα εύληπτος και οικείος, τόσο σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, όσο και σε κόσμο με διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις έγινε μιακλασική και σχεδόν διαχρονική καλλιτεχνική φυσιογνωμία στον χώρο των κόμικ. Και, καθόλου τυχαία, τα σχέδιά του έγιναν καρτούν, ρούχα και κάθε είδους παραφρενάλια με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Όπως, επίσης, καθόλου τυχαία, έλαβε ένα σεβαστό αριθμό βραβείων και τιμητικών θέσεων. Όμως τα παραπάνω, συνιστούν απλώς μια σύνοψη τετελεσμένων αποτελεσμάτων που καθόλου δε βοηθούν στην ανασύνθεση της ιστορίας.

Το έργο του Mordillo έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς, αφενός μεν εδράζεται στα αμερικανικά κόμικς και τις ταινιες των αρχών του αιώνα, αφετέρου δε εκφράζει μια προοδευτική πολιτική σκοπιά η οποία κοιτά τον κόσμο κριτικά μα και αποστασιοποιημένα. Ενίοτε, δε, σχεδόν ουδετεροποιημένα. Μια σκοπιά η οποία φάνηκε να αποκτά κοινωνικό έρεισμα τη δεκαετία του 80. Μετά, δηλαδή, από την κανιβαλική κατάπνιξη των κινημάτων των δεκαετιών του 60 και του 70, και ενώ ο ψυχρός πόλεμος όδευε προς το τέλος του. Μια εποχή κατά την οποία όλοι φαίνονταν ν’ αναζητούν ένα καταφύγιο λογικής και προσωπικής γαλήνης.

Τα ανάλογα του έργου του Mordillo μπορούμε να τα εντοπίσουμε στα κόμικ του Winsor McCay και στις ταινίες του Buster Keaton, του Charlie Chaplin και των αδελφών Marx. Στα ριζοσπαστικά έργα της πρώιμης βιομηχανίας του θεάματος, δηλαδή, όπου περιγράφεται κι αναλύεται η καθημερινή ζωή στο ανοίκειο περιβάλλον των μεγαλουπόλεων. Όπου το σοκ του αστυακού βιώματος μετουσιώνεται σε αντιφατικά, σύντομα δράματα κι εκτονώνεται σε μικρές εκρήξεις χιούμορ. Όπου το φαινομενικώς αναίτιο γεγονός των δυσκολιών της ζωής και της αδυναμίας επικοινωνίας μεταφράζεται σε σύντομα καρέ που απελευθερώνουν το γέλιο και την ένταση μ’ ένα εξίσου φαινομενικά αναίτιο τρόπο. Με μια ευφυέστατη οικονομία εκφραστικών μέσων, ο Mordillo καταφέρνει να επανεφεύρει το συντακτικό και το λεξιλόγιο εκείνων των έργων τέχνης και να τα χρησιμοποιήσει ώστε να περιγράψει την παράνοια της εποχής του. Όμως, ο Mordillo περιγράφει ένα πολύ πιο αδιαφοροποίητο και μαζικοποιημένο κόσμο από εκείνον του 1930. Έναν κόσμο που ζει στις πόλεις ή σε φανταστικά μέρη ενός ρομαντικού παρελθόντος. Ενός κόσμου που χαρακτηρίζεται από στασιμότητα· που παίζει και παρακολουθεί ποδόσφαιρο, που ερωτεύεται, που καταναλώνει ή καταναλώνεται.

Το εγχείρημά του, βέβαια, δεν πατάει στον αέρα. Προχωράει παράλληλα με τις εξελίξεις που συμβαίνουν την ίδια περίοδο στα κόμικς σε διεθνές επίπεδο. Τη δεκαετία του 1960 ο, συνομίλικος κι επίσης αργεντίνος, Quino επιχειρεί κατι αντίστοιχο — αν και κατά πολύ ριζοσπαστικότερο. Εστιάζει στην ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής κι αναδεικνύει σε κεντρικούς του ήρωες ανθρώπους που δε διαθέτουν τίποτα το ξεχωριστό.

Ο Mordillo σπούδασε σχέδιο σε μια δημοσιογραφική σχολή του Μπουένος Άιρες και δούλεψε αρχικώς ως εικονογράφος παιδικών ιστοριών. Όταν μετακόμισε στις Η.Π.Α., το 1960, ανέλαβε το σχεδιασμό του “Ποπάυ” και της “Μικρής Λουλού” για λογαρισμό των Paramount Studios. Φαίνεται πως η δεινότητά του εδράζεταισε μαγάλο βαθμό σ’ αυτήν την παιδεία. Πράγματι, έχει μια δημοσιογραφική οπτική χάρη στην οποία μπορεί να μεταφέρει γρήγορα τη γενική εικόνα ενώ δημιουργεί επιμέρους σκηνές δράσης. Επίσης, καταφέρνει να αποδώσει τον κόσμο τόσο απλοϊκά και φορμαλιστικά, όσο συμβαίνει στα παιδικά παραμύθια. Τα έργα του είναι, ως επί τω πλείστον, μονοσέλιδες ιστορίες χωρίς καρέ και διαλόγους. Δίνει, έτσι, τη δυνατότητα ανάγνωσης προς όλες τις κατευθύνσεις. Δίνει, επίσης, τη δυνατότητα να φανταστεί κανείς αυτές τις περιπέτεις έξω από χωρικά και χρονικά όρια. Σαν να εξελίζονται στο διηνεκές και να μπρούν να συμβούν οπουδήποτε κι οποτεδήποτε. Όμως, είναι υπόρρητα σαφές πως πρόκειται για αλληγορικές αναπαραστάσεις της εποχής του. Μιας εποχής ώριμου καπιταλισμού και ακμάζονταος καταναλωτισμού, όπου το άτομο, έχωντας απωλέσει κάθε συλλογική ελπίδα και μακρόπνοο σκοπό, εμπλέκεται -θέλοντας και μη- σε ρόλους. Που βιώνει την ίδια του τη ζωή σαν ρόλο και αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του σαν σκηνικό.

Εκεί βρίσκεται η μαεστρία του. Διαθέτει την δυνατότητα να συνθέτει μια αφήγηση μέσω ενός στιγμιότυπου αφήνοντας, μάλιστα, ανοιχτές διαφορετικές εκβάσεις. Εμπλέκει τον αναγνώστη ο οποίος, χάρη στο αφαιρετικό σχέδιο και την παντελή έλλειψη σταθερών χαρακτήρων, ταυτίζεται με τον συναισθηματισμό των ηρώων και συμμετέχει στη δράση. Εκεί, όμως, βρίσκεται κι η αδυναμία του. Πολύ συχνά, οι ήρωες του φαίνονται αιωνίως δέσμιοι σε μια συνθήκη που ξεπερνά, τους διαφεύγει και τους καθυποτάσσει.