Copi

Ο Ραοuλ Nταμόvτε Tαμπόρvτα γεννήθηκε στο Μποuέvος Άιρες από γονείς ιταλικής καταγωγής. Ημερομηνία γένvnσης: 20 Νοεμβρίοu 1939. Ζώδιο: Σκορmός. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1961,22 ετών.Έγραψε θεατρικά έργα που ανέβηκαν στη Γαλλία, στην Ιταλία και αλλού (όπως και στο φημισμένο Φεστιβάλ της Αβινιόν). Μέχρι τα οκτώ του χρόνια έζησε στη γενέτειρά του με το ευάερο όνομα. Τη γέννησή του σημάδεψε η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ώς το 1947 ακολουθούσε τους γονείς του, που έψαχναν την τύχη τους σε βορειότερες χώρες της λατινοαμερικάνικης ηπείρου. Το όνειρό του, η κλίση και η προσδοκία του ήταν να γράψει θέατρο. Στα 12 του χρόνια τοποθετεί ο ίδιος τις πρώτες απόπειρες. Φτάνovτας στο Παρίσι διψούσε να δει θέατρο. Μοναδικό εμπόδιο η γλώσσα. Μιλούσε, σκεφτόταν και εκφραζόταν ισπανικά. Πριν περάσουν 5 χρόνια καρποφορεί η θεατρική του πρώτη (1966).

Ο οκηνοθέτης Jorge Lavelli, που ανέβαζε συχνά έργα του, γράφει στο περιοδικό Linus πως σ’ αυτό το πρώτο θεατρικό ανέβασμα βλέπουμε τον Copi με την Martine Βarrat γυμνούς, κομψούς στην μπανιέρα. Φορά ημίψηλο, κρατάει μικρόφωνο. Ποιητικότητα, χιούμορ. Σταδιακά, το θέατρό του γίνεται σκληρό και μοναδικό. Στις παρισινές οκηνές, την ίδια περίοδο, ανεβαίνουν ο Γκοντό. η Φαλακρή τραγουδίστρια, το Πινγκ Πονγκ. Μπέκετ, Ιονέσκο, Αντάμωφ. Θέατρο του Παραλόγου.
Σιγά-σιγά, μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία, ελέγχει καλύτερα τα εκφραστικά του μέσα. Το χιούμορ και η σάτιρα γίνονται αιχμηρότερα. Ο σαρκασμός κυριαρχεί.
Κεντρικό θέμα της δραματουργίας του η αναζήτηση της ταυτότητας. Δίνει έμφαση σε έναν λόγο ελλειπτικό. Είναι παράλληλος με την πρωτοπορία της, εποχής του. Ανατρεπτικός, τολμηρός, θεατρικά στατικός και απρόσμενος. Στις καθημερινές σχέσεις, επικρατεί η κολοβή επικοινωνία. Οι ενδοοικογενειακές διενέξεις και η βία κυριαρχούν και στην παράλληλη ενασχόλησή του με τα κόμικς. Τα τελευταία τον κάνουν ευρύτατα γνωστό και δημοφιλή.
Επίμονοι στόχοι του η μικρότητα, η απανθρωπιά, η αλλοτρίωση.Τα όπλα του όλο και αιχμηρότερα. Ο τόνος οξύς. Κάποτε γίνεται ωμός, επικίνδυνος. Η μόνιμη ηρωίδα του εμφανίζεται καθιστή, βλέπουμε πάντα το προφίλ της. Είναι ογκωδέστερη από τα σκίτσα με τα οποία συνδιαλέγεται, συναναστρέφεται και ενίοτε καταστρέφει.

Άλλοτε καταβροχθίζεται από έναν βόα που επιχειρεί να τιθασεύσει. Άλλοτε ποδοπατά νεαρά μανιτάρια που της παραπονιούνται που οι άνθρωποι τα τρώνε, βυθίζοντάς τα στο ξύδι πριν προλάβουν να μεγαλώσουν. Φοράει ένα μακρύ φόρεμα. Τα στήθη της δεν διακρίνονται, η κίνηση του σώματός της απουσιάζει.Το σώμα της είναι μαλθακό και αδρανές. Τα μάτια γλαρωμένα βλέπουν πίσω απ’ το κεφάλι του τυφλωμένου από την ίδια, από λάθος, παιδιού της, τον Χούλιο Ιγκλέσιας σταν tν.

Άλλοτε γεμίζουν θλίψη, άλλοτε το δάκρυ τρέχει κορόμηλο, άλλοτε κοιτάζουν επιτιμητικά το σύζυγο, την κορούλα της, τη μαμά της, που είναι φόνισσα του πατέρα της, αλλά τη γλιτώνει με ολιγόχρονη φυλάκιση και ας τον έχει τεμαχίσει και καταβροχθίσει.
Κάνει υπομονή, υποκρίνεται, διατάζει και ενίοτε τιμωρεί. Η κάτω γνάθος της γεμίζει το «συννεφάκι» με παραπλανητικές ερωτήσεις, παραινέσεις τρόμου.
Εκπλήσσεται και η ίδια με την συμπεριφορά της απέναντι στους άλλους, αλλά πάντοτε, καραδοκεί. Είναι αμείλικτη έτσι ώστε να επιβιώνει και να δολοπλοκεί.
Οι ιστορίες του Copi ούτε περιφράσεις έχουν, ούτε περιστροφές. Οι ήρωές του εμφανίζονται χωρίς συνείδηση, αναστολές, μνήμη, και θα’ λεγε κανείς ούτε ακόμα τύψεις.
Δεν τους ονοματίζει, όπως και την πρωταγωνίστριά του που είναι ανώνυμη, ή πολυώνυμη ταυτόχρονα.
Οι άντρες είναι ή βιαστές ή καταπιεσμένοι, συμβιβασμένοι ή θύτες.
Οι γυναίκες είναι λίγο ρομαντικές, ελάχιστα γουτευτικές, με αμφισβητούμενη θηλυκότητα.
Οι ήρωές του δοκιμάζουν πράγματα που τους υπερβαίνουν. Όταν κάνουν κακό στους άλλους, τα σβήνουν όλα με σφουγγάρι και όλα είναι όπως πριν. Παίζουν θανάσιμα με τις ζωές των άλλων, βυθίζονται στη μοναξιά. Αδιαφορούν για όλα, τσαλαβουτούν σε θολά νερά. Τρέφουν ψευδαισθήσεις. Καταλαμβάνονται από παραισθήσεις και μανίες. Μολύνονται από λογής-λογής σύνδρομα. Δεν ωριμάζουν, δεν ομονοούν.

Είναι παράφοροι, αλλά όχι παθιασμένοι. Δεν ερωτεύονται, μισούν. Βίαιοι, βρόμικοι και κακοί.
Κάποτε σωπαίνουν. Δείχνουν να συναισθάνονται. Βουβαίνονται. Είναι δυστυχισμένοι. Μια σπίθα ονείρου. Μια υποψία θλίψης, απορίας. Ντροπής; Πού καιρός για ενδοσκοπήσεις… Δεν προλαβαίνουν.
Ούτε ο δημιουργός τους πρόλαβε να συμπληρώσει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Απέδρασε 48 ετών, το 1987. Δημιούργησε ένα δικό του σύμπαν μέσα σε λιγότερο από ένα τέταρτο του αιώνα, αναγνωρίσιμο, αναγνωρισμένο, αγαπημένο.
Ένας ιδιότυπος, γοητευτικός, αλλά προκληρικός αφηγητής.

Το παραπάνω κείμενο (“Ο Copi και η ανώνυμη ηρωίδα του”), που ταιριάζει εξαιρετικά με τον εν λόγω δημιουργό, γράφτηκε από τον Κώστα Ξενόπουλο και συμπεριλήφθηκε στην ειδική έκδοση του 10ου φεστιβάλ της βαβέλ, που πραγματοποιήθηκε με το γενικό τίτλο “Αόρατοι”, στην Τεχνόπολη στο Γκάζι, μεταξύ 22 και 25 Σεπτεμβρίου του 2005. Να προσθέσουμε όμως μερικά βιογραφικά στοιχεία. Ο Copi πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο Παρίσι. Στα ισπανικά “copi” είναι το υποκοριστικό του “copo de nieve” που θα πει “νιφάδα χιονιού”.

Στην Ελλάδα, το όνομα του Copi εμφανίζεται κυρίως στα μεταφρασμένα κόμικς που δημοσίευαν τα περιοδικά των εκδόσεων Βαβέλ και Παρά Πέντε ενώ παραμένει σχεδόν άγνωστος ως θεατρικός συγγραφέας παρά τον μεγάλο όγκο της παραγωγής του. Με την εγκατάσταση του στο Παρίσι γίνεται διάσημος σε όλο τον κόσμο ως δημιουργός κόμικς και ιδιαίτερα μέσα από τις ιστορίες της “Καθιστής Γυναίκας” (“La Femme Assise”) που δημοσιεύονταν στο περιοδικό Le Nouvel Observateur. Όμως η ενεργή ενασχόληση με τα κόμικς και την πολιτική (όλως περιέργως έτσι γινόταν τότε, οι καλλιτέχνες ήταν διαβασμένοι και στρατευμένοι…) είχε ξεκινήσει ήδη ενόσω περιφερόταν μαζί με την οικογένεια του στη Λατινική Αμερική. Ο πατέρας του, ένας μαχητικός αριστερός δημοσιογράφος, αναγκάστηκε να αλλάξει χώρα διαμονής κάμποσες φορές λόγω των κειμένων του. Δίπλα στα κείμενα εκείνα πρωτοδημοσιεύθηκαν και τα σκίτσα του γιού του. Ο Copi ο οποίος είχε διαγνωσθεί ως οροθετικός, πέθανε το δεκέμβριο του 1987 σε ηλικία 48 ετών.