José Muñoz
Γεννήθηκε το 1942. Παρακολούθησε την Escuela Panamericana de Arte του Μπουένος Άιρες, όπου ήταν μαθητής του Hugo Pratt και του Alberto Breccia. Πρωτοεμφανιστηκε στα κόμικς ως βοηθός του Francisco Solano Lopez, και μόνος του, το 1963, σχεδιάζοντας στις σελίδες του εβδομαδιαίου περιοδικού Misterix την αστυνομική σειρά «Precinto 56», σε κείμενα του Ray Collins. Η αναζήτηση μιας πιο ενδιαφέρουσας εκφραστικής διάστασης και η πολιτικοστρατιωτική κατάσταση της χώρας του, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, τον ώθησαν να φύγει από την Αργεντινή για το Λονδίνο, την lσπανία και, τελικά, την lταλία.
Το πιο σημαντικό γεγονός που επηρέασε και καθόρισε τον μελλοντικό προσανατολισμό της καριέρας του είναι η συνάντηση, το 1974, με τον συμπατριώτη του Carlos Sampayo, που εργαζόταν τότε στη διαφήμιση και έγινε ο σεναριογράφος του. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα δημιουργικό «δέσιμο» πιο στενό και πιο επιτυχημένο από αυτό που δημιουργήθηκε αμέσως ανάμεσα στον Muñoz και στον Sampayo. Η αγάπη για το αμερικάνικο αστυνομκό μυθιστόρημα (Hammet, Chandler… ), την τζαζ, το ταγκό και τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία (Arlt, Cortazar, Garcia Marquez) ένωσαν τους δύο δημιουργούς, που συνεργάστηκαν με απόλυτη αρμονία, δίνοντας σε πολλά από τα πρόσωπα που μαζί έπλασαν μια αυτοβιογραφική διάσταση. Από αυτή τη στενή συνεργασία γεννήθηκε ο δημοφιλέστερος ήρωας των Μυnoz και Sampayo, κι ένας από τους δημοφιλέστερους ήρωες στην ιστορία των κόμικς, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Alack Sinner, που πρωτοεμφανίστηκε τον lανουάριο του 1975 στο περιοδικό Linus.
Οι ιστορίες του Alack Sinner αποτέλεσαν επανάσταση στα κόμικς και ανανέωσαν τη noir αφήγηση σε όλο τον κόσμο. Ο Alack Sinner είναι ένας πρώην αστυνομικός (εγκατέλειψε την αστυνομία «αηδιασμένος και χτυπώντας πίσω του την πόρτα»), μελαγχολικός που χαρακτηρίστηκε ως ο «πρώτος δημοκράτης ντετέκτιβ», ένας αντι-ήρωας που πίνει και καπνίζει πολύ, αλλά κυρίως ένας άνθρωπος που κάνει λάθη, ένας χαρακτήρας με βάθος, με πολιτικές, κοινωνικές και υπαρξιακές αναζητήσεις. Οι ιστορίες του κέρδισαν δεκάδες βραβεια και διεθνείς αναγνωρίσεις.
Η δύναμη και η πρωτoτυπία του σχεδίου και της αφήγησης, ο βαθύς ανθρωπισμός των ηρώων, που περιγράφονται με έμφαση στις αδυναμίες τους, μια νέα αντίληψη του ντεκουπάζ, όπου οι βινιέτες εκρήγνυνται μέχρι να καταλάβουν τελείως τη σελίδα, και οι πολλές αναφορές, που κάνουν την ιστορία ένα παιχνίδι αναζήτησης, θα οδηγήσουν τον Muñoz στην αναγνώρισή του ως ενός από τους μεγαλύτερους σύγχρονους δημιουργούς.
Ξεκινώντας από έναν κλασικό ρεαλισμό, σαν κι αυτόν του πρώτου Breccia, ο Muñoz απελευθερώνεται βαθμιαία από οποιαδήποτε επιρροή, μέχρι να γίνει ένας μεγάλος μαέστρος του ασπρόμαυρου, χάρη στην εκπληκτική ικανότητά του να κάνει τα μαύρα ιλίγγιώδεις σκιές και τα λευκά εκτυφλωτικό φως. Ανάμεσα στο 1976 και στο 1993, εκδόθηκαν σε πολλές χώρες αρκετά άλμπουμ της δυάδας Muñoz / Sampayo, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα Sophie (1997), NeI Bar, Sudor Sudaca, Nicaragua, Giochi di Luce, Europa in Fiamme και Billie Holliday.
Τα τελευταία χρόνια, ο Muñoz συνεργάζεται και με τον μυθιστοριογράφο Jerome Charyn, δημιουργώντας νέες ιστορίες: Il Morso def Serpente και Panna Maria.
Σε όλο τον κόσμο έχουν γίνει προς τιμή του πολλές εκθέσεις, στις τελευταίες από τις οποίες παρουσιάζονται και οι αναζητήσεις του στα χρώματα: τέμπερες, ακουαρέλες, παστέλ. Σήμερα, ο Jose Muñoz ζει και εργάζεται ανάμεσα στο Μιλάνο, στο Παρίσι και στο Μπουένος Άιρες.
Σημειώσεις για τον Muñoz (του Lorenzo Mattotti)
Ο Marcello Ravoni ο διευθυντής του πρακτορίου δικαιωμάτων δικαιωμάτων Quipos, στο οποίο ανήκα τότε, ήταν αυτός που μου έδειξε για πρώτη φορά τη δουλειά του Muñoz. Ήμασταν στη δεκαετία του ’70. Δεν εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα. Μου θύμιζε Pratt και μου φάνηκε ψυχρός, με τυπική δομή, παρότι κάποια στοιχεία, κυρίως η λεπτομερής περιγραφή των αντικειμένων, μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Αφού ο Ravoni επέμενε πως ήταν καταπληκτικοί (πληθυντικός επειδή αναφερόταν και στον Sampayo, φυσικά), άρχισα κι εγώ να παρακολουθώ με προσοχή την πορεία τους. Παρατηρούσα περισσότερο το σχέδιο παρά τις ιστορίες, ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο χειριζόταν τα αντικείμενα, τα graffiti στους τηλεφωνικούς θαλάμους, για παράδειγμα… Έβλεπα πως ο Muñoz προσέθετε σιγά σιγά στις ιστορίες του στοιχεία ρεαλισμού…
Προερχόταν από τη σχολή του Pratt και του Breccia, που ήταν και οι δύο, κατά κάποιο τρόπο, συμβολιστές: ο Pratt γιατί είχε διαλέξει τον κόσμο της περιπέτειας και του εξωτισμού, ο Breccia γιατί το έργο του ήταν ποτισμένο από τη μεταφυσική… Και για τους δύο, το υποκείμενο είναι αρκετά μακρινό… Ο Muñoz, αντίθετα, διηγιόταν ιστορίες «αμερικάνικες», τύπου Raymond Chandler, τις τοποθετούσε όμως στη δική του πραγματικότητα. Άρχισα να εκτιμώ πολύ τη δουλειά του…
Η πρώτη του ιστορία, Η υπόθεση Webster, παρότι ειπωμένη με το γνωστό ακριβές και περιγραφικό σχέδιό του, με εξαιρετικές στιγμές δυναμισμού, δεν μου φάνηκε φοβερή. Είχα την αίσθηση πως έβλεπα απλώς έναν καλό σχεδιαστή αστυνομικών ιστοριών, και τίποτε περισσότερο. Η εντύπωσή μου άλλαξε ριζικά ήδη από την πρώτη σελίδα της Υπόθεσης FiIImore. Βλέπουμε τον ήρωά του μέσα από τις μικρές τελετουργίες της καθημερινότητάς του: τα αποτσίγαρα, τα Κάμελ, το ρολόι… Ξυπνάει, σηκώνεται, ανάβει τσιγάρο και πάει για κατούρημα: τι επανάσταση! Η καθημερινότητα εισβάλλει σε ένα «κλασικό» κόμικς! Κανείς δεν το είχε τολμήσει πριν απ’ αυτόν. Εκείνη την εποχή, υπήρχαν, από τη μια, τα underground κόμικς που μιλούσαν για σεξ κατουρήματα κι άλλα τέτοια, με ακραία ελευθερία, κι από την άλλη τα περιπετειώδη κόμικς σε συνέχειες, τα κλασικά, με έναν βασικό ήρωα και τις ιστορίες του. Δυο κόσμοι χωρίς κανένα σημείο συνάντησης. Το μεγαλείο του Muñoz και του Sampayo έγκειται ακριβώς στο ότι έβαλαν στοιχεία της καθημερινής ζωής σε ένα κλασικό κόμικς περιπέτειας. Αυτά τα στοιχεία άλλαξαν σταδιακά την ταυτότητα του ήρωα, υπονομεύοντας τους βασικούς κανόνες του σίριαλ-κόμικ, τόσο στο επίπεδο του σεναρίου, όσο και στο σχεδιαστικό επίπεδο. Ο Alack Sinner, που γεννήθηκε ως κλασικός ντετέκτιβ, σε στυλ Steve McQueen, «ζωντάνεψε» και παρέσυρε μαζί του και το σχέδιο, που έγινε πιο νευρικό, δίνοντας μεγαλύτερο χώρο στα δευτερεύοντα πρόσωπα, αλλάζοντας την παρουσία του μαύρου χρώματος… Με σταθερές τη λεπτομερή περιγραφή και την οντότητα του ήρωα, τα υπόλοιπα άλλαζαν συνεχώς. Χάρη στους δύο αργεντινούς δημιουργούς, άλλαξαν ριζικά ο ορισμός των σίριαλ-κόμικς και η δομή της αφήγησης. Ξεκινώντας από το κλασικό αστυνομικό κόμικς, έφτσσαν, στις τελευταίες συνέχειες του Βαr, σε ένα είδος μη-ιστορίας, δηλαδή σε διασταυρούμενες ιστορίες, όπου ο ήρωας δεν είναι παρά ένας αυτόπτης μάρτυρας και η δομή μοιάζει με αυτή του Altman… Ένα μεγαλειώδες έργο!
Θεωρώ πως οι δημιουργοί που, με διαφορετικούς τρόπους, έφεραν επανάσταση στα κόμικς, είναι ο Moebius από τη μια και ο Muñoz με τον Sampayo από την άλλη. Ο πρώτος, επειδή ανέτρεψε τη γραμμικότητα της συνέχειας δημιουργώντας ένα χώρο ανοιχτό στο όνειρο, μια αφήγηση χωρίς κείμενο. Ο Moebius ανέτρεψε τη δομή της σελίδας και οι ιστορίες του άγγιξαν σχεδόν την αυτόματη γραφή. Ο Muñoz και ο Sampayo, αντίθετα, εμπλούτισαν τη δομή των κόμικς με λεπτομέρειες που πριν δεν εντάσσονταν σ’ αυτό το είδος. Και, πιθανότατα, η δική τους επέμβαση ήταν και η πιο ουσιαστική. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για την ιστορία των ευρωπαϊκών κόμικς χωρίς να αναφερθεί σ’ αυτούς τους τρεις.
Στις ιστορίες του Muñoz και του Sampayo, βρίσκουμε στοιχεία της ιδιωτικής καθημερινότητάς τους: το δωμάτιο όπου έμεναν, τους φίλους τους, τους ανθρώπους που συναντούσαν στις πόλεις όπου ταξίδευαν. Η υποκειμενική άποψη υπήρξε τόσο έντονη στη δουλειά τους που, κάποια στιγμή, αποφάσισαν να βάλουν και τον εαυτό τους στις ιστορίες, να κάνουν επίσκεψη στον ήρωά τους. Αυτό συνέβη στο Η ζωή δεν είναι κόμικς, μωρό μου, τίτλος που με εντυπωσίασε τόσο πολύ που τον ανέφερα, σαν ρεφρέν τραγουδιού, και στο δικό μου Incidenti. Έτσι,εισχωρώντας με την προσωπική τους ιστορία στον αμερικάνικο μύθο, κατάφεραν να δημιουργήσουν τη μυθολογία της δικής τους πραγματικότητας…
Με το σχέδιό του, ο Muñoz δεν υπηρετεί απλώς το σενάριο, αλλά ανοίγει παράθυρα. Κάθε καρέ κι ένα παράθυρο στον κόσμο που περικλείει την αφήγηση, της δίνει αέρα και ζωή … Μια ζωή δεμένη με την προσωπικότητα του Muñoz, με τις σκέψεις και τα όνειρά του. Η γραμμή του γίνεται εξπρεσιονιστική. Για παράδειγμα, υπάρχουν εικόνες όπου το σχέδιο «τρέμει», γιατί τρέμει από φόβο και η ψυχή του πρωταγωνιστή. Αυτό το στοιχείο άρχισε να εμφανίζεται όλο και πιο συχνά καθώς περνούσαν τα χρόνια, ιδιαίτερα σε εποχές όπου ο Muñoz έγραφε μόνος του το σενάριο ή όταν, μέσα στην ιστορία, υπήρχαν στιγμές ονείρου και ο Sampayo του άφηνε χώρο. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως, πίσω από το σχέδιο, υπάρχει μια ζωή, ο τρόπος με τον οποίο αισθάνεται κανείς τα πράγματα … Πρέπει να το υπενθυμίζουμε αυτό, γιατί οι άνθρωποι δεν σκέφτονται πια τι σημαίνει νασχεδιάζουμε μια εικόνα…
Η σχέση της υποκειμενικότητας με την αφήγηση της ιστορίας υπήρξε το κεντρικό πρόβλημα για τους δημιουργούς κόμικς στη δεκαετία του ’70, όταν τα κόμικς άρχισαν να φεύγουν από την αντίληψη του «σίριαλ». Έπρεπε να βρούμε την προσωπική μας σχέση με την υποκειμενικότητα… Στο έργο του Muñoz, η αστυνομική ιστορία έπαψε να είναι αστυνομική, γιατί διαβρώθηκε από το παρελθόν, από τις ιστορίες των κομπάρσων, από τους προσωπικούς του εφιάλτες… Καινούργια παράθυρα, δηλαδή… Κι ενώ η σινική μελάνη αρχικά χρησίμευε για τον καθορισμό της εικόνας, σταδιακά κατέληξε να είναι το μέσο για την αναίρεσή της. Τα προσχέδια με μολύβι του Muñoz έχουν απίστευτη καθαρότητα – μετά, το μελάνι αλλάζει τα πάντα. Από το τασάκι μένει μόνο το αποτσίγαρο, όλα τα άλλα είναι μαύρα. Από μια βιβλιοθήκη μένει μόνο η σκιά των βιβλίων… κι όμως, η εικόνα παραμένει ακέραιη. Ο Muñoz χρησιμοποιεί το μαύρο για να φανερώσει την ουσία μιας αίσθησης.
Σημαντική στο έργο του είναι και η οργάνωση των καρέ. Στην αρχή ήταν κλασικά αμερικάνικη. Ήταν η εποχή των πρώτων ταινιών του Scorcese. του Ταξιτζή, όλου του αμερικάνικου σινεμά της δεκαετίας του ’70, και ο Sinner είναι ακριβώς αυτό… Θυμάμαι, όταν πηγαίναμε να δούμε αμερικάνικες ταινίες, λέγαμε: «Να, αυτός ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να γυρίσει τον Alack Sinner με το σωστό τρόπο». Και υπήρχε ήδη όλη η παράδοση του αμερικάνικου σινεμά, ο John Huston, Η ζούγκλα της ασφάλτου, το ασπρόμαυρο που υιοθέτησε στη συνέχεια ο Muñoz… Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο έστηνε τη σελίδα ήταν από τη μια κλασικός, σαν ταινία, κι από την άλλη τελείως χαοτικός. Μια ατσάλινη δομή, που μετά την κατέστρεφε το άσπρο και το μαύρο. Οι σελίδες του είναι πάντα πολύ πυκνές. Παρόλο όμως που αυτή η πυκνότητα μπορεί να δημιουργεί προβλήματα στην ευκολία της ανάγνωσης, ορίζει πολύ καθαρά τον κόσμο που περιγράψει ο Muñoz και που αποτελεί την πραγματική ιστορία. Οι ιστoρίες του δεν είναι, κατά βάθος, παρά μια πρόφαση για να διηγηθεί αυτόν τον κόσμο…
Για τον Muñoz και τον Sampayo, τα κόμικς δεν υπήρξαν ποτέ επάγγελμα, αλλά ένα φίλτρο της πραγματικότητας: μια έμφυτη κλίση, μια δραστηριότητα που εμπεριέχει μια συγκεκριμένη αίσθηση ηθικής … ένα είδος αποστολής. Τα κόμικς ως φορέας περιεχομένων και αντιφάσεων που οι ίδιοι πίστευαν ακράδαντα. Το έργο τους ως μαρτυρία κάποιας πραγματικότητας… Το ζούσαν αυτό με μεγάλη πεποίθηση. Η εποχή που τους γνώρισα ήταν η χρυσή εποχή των κόμικς, τότε που κατακτούσαν την ίδια βαρύτητα με τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Για τον Muñoz παρέμεινε αποστολή…
Τα δύο βασικά στοιχεία στο έργο του είναι, πιθανότατα, η ιδέα της αλλαγής και μια υπόγεια αισιοδοξία, μια ελπίδα φυγής από την κόλαση που συμβολίζει η πόλη του Alack Sinner… Θυμάμαι ένα καρέ του Muñoz που με συγκίνησε πολύ, σε μια από τις ιστορίες του Βαr: είναι ένας γέρος σχεδιαστής που βλέπει τις σελίδες του… μια εικόνα απόλυτης γλυκύτητας, κι όμως, πίσω της διαφαίνεται μια βασανισμένη ιστορία. Μου φάνηκε (κι εξακολουθεί να μου φαίνεται) ένα απίστευτο κατόρθωμα… Κοιτάζοντάς την, έζησα μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές όπου αισθάνομαι πως ίσως αξίζει να κάνεις αυτή τη δουλειά…
Η κηλίδα που απλώνει και κατακλύζει το λευκό (του Goffredo Fofi)
Σε μια πρόσφατη συνέντευξη, ο μεγάλος Muñoz περιέγραφε τη μαγεία που του προκαλεί «η κηλίδα που απλώνει και κατακλύζει το λευκό». Μοιάζει με στίχο ποιήματος. Και είναι. Μέσα από τις πιο ετερόκλητες επιρροές, ο Jose Muñoz χτίζει τα κόμικς του σαν ποιήματα, με τη βοήθεια του «συνοδοιπόρου» Sampayo. Κι αν, καμιά φορά, η ιστορία γίνεται πρόζα και αφήγηση, η εικόνα. καρέ-καρέ, παραμένει στίχος και ποίηση.
Στην ίδια συνέντευξη, ο Muñoz κατονόμαζε όλους εκείνους στους οποίους όφειλε κάτι: τον αργεντινό σχεδιαστή Breccia και τον σεναριογράφο Oesterheld, τον Pratt, τους σχεδιαστές από τις ΗΠΑ (και όχι «αμερικανούς», γιατί αμερικανοί είναι και οι λατίνος και οι ινδιάνοι, γιατί η Αμερική είναι μια περιοχή πολύ πιο αχανής από τις Ηνωμένες Πολιτείες) Crumb, Deitch, Herrimann, Green. και φυσικά τον Chester Gould, δημιουργό του Dick Tracy, τον Spiegelman… τους κομιξάδες που πήραν άλλο δρόμο (Godard, FeIIini,WeIIes, Bergman). τους δασκάλους του «νουάρ» Chandler. Hemingway, Hammet, τους μεγάλους εξπρεσιονιστές ζωγράφους, και τον Masereel και τον Grosz, και τον Van Gogh, τον Munch και τον Bacon… και τους εκπληκτικούς αργεντινούς συγγραφείς Arlt, Borges και Cortazar, και τους μεγάλους του ταγκό Discepolo. Gardel, Piazzola, και τους σπουδαίους τζαζίστες των ΗΠΑ, με πρώτη την τραγουδίστρια των μπλουζ BiIIie Holiday, που της αφιέρωσε ένα από τα πιο όμορφα και συγκινητικά κόμικς του, γιατί τα μπλουζ και το ταγκό έχουν κάτι κοινό. Jessie και BiIIie και las senoras del tango: Libertad. Mercedes, Azucena…
Χρειάζονται πολλά πράγματα για να «φτιάξεις έναν κόσμο». Όσα και για να φτιάξεις έναν καλλιτέχνη ή μια ιστορία κόμικς! Χρειάζεται μια βαθιά και ουσιαστική παιδεία, έτοιμη να αντιπαρατεθεί με διαφορετικές κουλτούρες σε αναζήτηση ενός κοινού υπόβαθρου, και χρειάζεται και μια τεχνική γνώση, ένα know how βασισμένο στην πρακτική και στη μαθητεία. Και, τελος, χρειάζεται… η ποίηση, δηλαδή η ικανότητα να αφουγκράζεσαι την προσωπική σου έμπνευση, η ικανότητα να χτίζεις ένα στίχο, μια στροφή, ένα ποίημα. Να αφήνεις την κηλίδα να απλώνει και να κατακλύζει το λευκό, μετά όμως να την καθοδηγείς, να φτιάχνεις φράγματα και να γκρεμίζεις άλλα, να αφήνεις το μελάνι να κατακλύζει τα τετραγωνάκια που χωρίζουν τη λευκή σελίδα, σύμφωνα με μια σοφή μέθοδο, με τους ίδιους τους κανόνες της λογοτεχνίας…
Για να κατανοήσεις τον Muñoz, πρέπει να αφουγκραστείς τους ήρωές του, τη saudade, το spleen ή τη μελαγχολία τους, την ειρωνεία τους, να διατρέξει ς μαζί τους τους δρόμους της γνώσης: από την αθωότητα και τη δεκτικότητα, στη γνώση. Η παλιά γνωστή πορεία κάθε ρομαντισμού, η μαθητεία σε μια ζωή που δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην απογοήτευση και στην απομυθοποίηση, διατρέχεται από τους ήρωες του Muñoz με αυστηρή σοβαρότητα. Όπως κάθε αληθινός ήρωας/αντιήρωας, έτσι κι ο Alack Sinner και ο δημιουργός του έμαθαν γρήγορα πως «η γνώση είναι πόνος», και δεν τους ενδιαφέρει καθόλου να είναι winners, τους αρκεί να είναι αξιοπρεπείς loosers. Δεν μας εκπλήσσει που, στην ίδια συνέντευξη, μεταξύ των «δασκάλων» του εμφανίζονται και ονόματα ηθοποιών που ξεπέρασαν το επάγγελμά τους και ταυτίστηκαν με τους ρόλους τους, όπως ο Bogart και ο Mitchum… ήρωες/αντιήρωες τόσο «χεμινγουεϊκοί», που ξέρουν να πεθαίνουν όρθιοι, που η γνώση τούς μελαγχόλησε αλλά δεν τους λύγισε. Σίγουρα χαμένοι, γιατί στο παιχνίδι της ζωής κανένας δεν βγαίνει στ’ αλήθεια κερδισμένος. Χαμένοι όμως με ποιότητα, από ηθική και πεποίθηση.
Η αθωότητα είναι μόνο μια περίοδος της ζωής. Η συλλογική αθωότητα μοιάζει να είναι ανέφικτη, αφού είναι τόσο δύσκολο να συντηρήσεις την ατομική. «Μην ψάχνεις μια χώρα αθωότητας, θα διαπιστώσεις πως δεν υπάρχει».
Ο έφηβος που ζει μέσα μας μπορεί να αντιμετωπίσει ρομαντικά ακόμα και την ήττα, εξιδανικεύοντας τους «χαμένους» που είμαστε ή που θα γίνουμε. Τα κόμικς, όπως και η λογοτεχνία, έχουν ανάγκη από την εξιδανίκευση, αν επιδιώκουν την ταύτιση του αναγνώστη με τον ήρωα, με το δημιουργό και με τη φιλοσοφία του για τη ζωή. Αναμφίβολα, όμως. είναι πολύ σκληρό και ώριμο να αποδέχεσαι τη συλλογική ήττα, την ήττα των ουτοπιών. Μια κοινωνία που δεν ονειρεύεται να γίνει καλύτερη, που δεν επενδύει σε ένα θετικό πρόγραμμα την καλύτερη ενέργειά της, είναι μια κοινωνία απλών καταναλωτών, μια κοινωνία των ρομπότ. Και είναι σκληρό να ζεις σε μια τέτοια κοινωνία, που βασίζεται στην απροκάλυπτη ή συγκαλυμμένη δικτατορία κάποιων πρόσκαιρων νικητών, κάποιων ταχυδακτυλουργών της χειραγώγησης της πλειοψηφίας. Οι ήρωες/αντιήρωες του Muñoz γνωρίζουν πολύ καλά πόσο κοστίζει η αντίσταση στην ηττοπάθεια, στη διαφθορά, στην ισοπέδωση…
Να, λοιπόν, η αναγκαιότητα του ασπρόμαυρου στα σοκάκια, στα άθλια ξενοδοχεία, στα μπαρ-καταφύγια, στα καχύποπτα βλέμματα, στα προσεκτικά βήματα. Το μαύρο, το χρώμα του σκοταδιού, είναι η σκιά που απειλεί αλλά και κρύβει, και από μέσα του ανοίγονται δειλά κάποιες σπείρες φωτός, οδηγώντας σε συναντήσεις μυστηριώδεις και μαγικές. Το στυλ γίνεται τότε το παν, και το μαύρο του Muñoz -μαζί με τα λευκά και τα γκρίζα του, αλλά και με τα σπάνια χρώματα που εκρήγνυνται κάποτε- είναι η έμπνευσή του: είναι το σκοτάδι απ’ όπου προερχόμαστε. το σκοτάδι που μας απειλεί, το σκοτάδι που επίσης μας κρύβει. Και παραμένει πάντα κάποιος επαρκής χώρος άσπρου για τις αντιθέσεις, τις αντιπαραθέσεις, τη μαγεία της ζωής.
Ο μητροπολιτικός εξπρεσιονισμός του Muñoz μάς ανήκει, με τις σκιές και το φως του. Σκιές και φως τόσο γήινα και σταθερά, όσο είμαστε κι εμείς φυλακισμένοι και προστατευμένοι στη δύσκολη πορεία μας μέσα από περάσματα γνωστά και άγνωστα. Από το ένα μέρος στο άλλο, από το ένα καρέ στο άλλο, πρωταγωνιστές μιας αιώνιας αναζήτησης, υπό τους ήχους του ταγκό ή της βραχνής φωνής των μπλουζ.
Τα παραπάνω κείμενα περιέχονται στο ειδικό τεύχος του 7ου Φεστιβάλ Κόμικς της βαβέλ, με γενικό τίτλο “Το άλλο μισό του Ουρανού.
Ακολουθούν λίγες -και σίγουρα όχι αρκετές- μικρές ιστορίες σε σχέδιο του Jose Muñoz. Πρώτα μια μικρή “στρατιωτική” ιστορία από το τεύχος 29 της βαβέλ.
Κι εδώ, μια έγρχωμη ιστορία σε συνεργασία με τον Farnetti από το τεύχος 166 της βαβέλ.
Παρακάτω, δύο “μεγάλοι” εξόριστοι της αργεντικής -όπως και κάθε εθνικής πατρίδας- μιλούν για ένα άλλον: ο Cortazar κάνει ένα πέρασμα από τις σελίδες των Muñoz και Sampayo… (μέσα από το τεύχος 42 της βαβέλ)
Τέλος, μια παρουσίαση – συνέντευξη του Jose Muñoz μέσα από το τεύχος 85 της βαβέλ.