Enki Bilal

Ο Enes Bilalović, διεθνώς γνωστός ως Enki Bilal γεννήθηκε λίγα χρόνια μετά το τέλος του 2ου Π.Π., στις 7 Οκτώβρη του 1951 στο Βελιγράδι της Ενωμένης τότε Γιουγκοσλαβίας. Και σαν από πρόβλεψη της μοίρας, ο άνθρωπος αυτός, που προικίστηκε με πολλές πατρίδες, μετανάστευσε νωρίς, μίλησε διαφορετικές γλώσσες και καταπιάστηκε με διαφορετικές τέχνες, έτυχε να είναι ένας από τους πλέον πρωτοποριακούς κι επίμονους αφηγητές της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Κι ακόμη περισσότερο, ένας δημιουργός που, χάρη στο άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολιτική ιστορία της Ευρώπης -κι ως εκ τούτου εξαιρετικά βίαιο- έργο του, αποτελεί εδώ και δεκαετίες σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης. Πρόκειται αναμφίβολα για έναν από τους σημαντικότερους ευρωπαίους κομιξάδες. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Bilal αναχωρήσε για το Παρίσι όταν ήταν μόλις 9 μαζί με την, τσεχοσλοβάκικης καταγωγής και καθολικής πίστης μητέρα του. Ο πατέρας του, βόσνιος και -τυπικά μόνο- μουσουλμάνος, είχε φτάσει στο Παρίσι 5 χρόνια νωρίτερα. Στον πόλεμο, είχε λάβει μέρος στην αντίσταση ενάντια στους Ναζί κι έπειτα εργάστηκε ως προσωπικός ράφτης του Tίτο αποφεύγοντας όμως περαιτέρω πολιτικές δεσμεύσεις (είχε αρνηθεί να γίνει μέλος στο Κομμουνιστικό Κόμμα). Η ζωή στη Γαλλία ήταν ένα πολιτισμικό σοκ για τον νεαρό Enki. Είχε την τύχη να γνωρίσει στην ηλικία των 14 τον Rene Goscinny ο οποίος τον παρότρυνε να ασχοληθεί με τα κόμικς. Η πρώτη του δημοσίευση έγινε τo 1972 στο περιοδικό “Pilote” (1959-1989), ίσως το πλέον γνωστό περιοδικό κόμικς της Γαλλο-βελγικής σχολής με το οποίο συνεργάστηκαν μεγάλα ονόμα όπως ο Mœbius, o Tardi, o Uderzo, o Morris, o Druillet, o Hugo Pratt κ.α.

Κάπου τότε ξεκίνησε κι η μακρόχρονη συνεργασία του με το συγγραφέα και σεναριογράφο Pierre Christin. Στις πρώτες τους τρεις ιστορίες: “The Cruise of Lost Souls” (1975), “Ship of Stone” (1976) και “Η Πόλη που δεν υπήρξε” (1977), εκτυλίσσονται ιστορίες με άξονα εργατικές κόντρες και φόντο τη γαλλική επαρχία. Η γραμμή του, αν και ήδη αρκετά ώριμη και υποβλητική, είναι ακόμη περιγραφική και ρεαλιστική. Στις επόμενες δύο συνεργασίες τους όμως, καθώς καλείται να αποτυπώσει το ιστορικό πλαίσιο της ακόμα θερμής μεταπολεμικής Ευρώπης, η εικονογράφιση του εμπλουτίζεται με ονειρικά και δυστοπικά μέσα. Στις “Φάλαγγες της Μαύρης Τάξης” (1979), μια ομάδα ηλικιωμένων πια φασιστών πυρπολεί ένα μικρό κόκκινο ισπανικό χωρίο μαζί με τους κατοίκους του, πυροδοτώντας ένα κυνηγητό το οποίο εκτυλίσεται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης ανάμεσα σε ηλικιωμένους φασίστες και αριστερούς διαφόρων αποχρώσεων που ξαναπαίρνουν τα όπλα μετά από δεκαετίες. Η αφήγηση διατρέχει μεθοδικά τον ιστορικό χρόνο για να αποτυπώσει εντέλει την εξέλιξη ενός πολέμου ο οποίος δεν τελείωσε ποτέ. Αντιθέτως, εξελίχτηκε όπως εξελίχθηκαν κι οι πρωταγωνιστές του. Η επόμενη δουλειά τους, η “Παρτίδα Κυνηγιού”, ξεκινά με τη διάσημη ρήση του George Konrad, “έχετε συνηθίσει στην εξουσία όπως στο ωμό κρέας” και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Pilote μεταξύ του 1981 και του 1983. Γηραιότεροι και νεαροί ηψηλά ιστάμενοι σύντροφοι, αξιωματούχοι της Σοβιετικής Ένωσης, συναντίουνται στην Πολωνία για ένα σαββατοκύριακο κηνυγιού. Το παρελθόν τους αποκαλύπτεται κομμάτι κομμάτι και φωτίζεται από τις κυνικές εξιστορίσεις και τα υπονοούμενα των ηρώων. Κι ενώ ο αναγνώστης χάνεται στο παρελθόν των παγκοσμίων πολέμων, η πλοκή καθορίζεται εξίσου από τα δολοφονικά παιχνίδα εξουσίας που παίζονται εκείνη τη στιγμή. Με τον τρόπο αυτό, οι Bilal και Christin, διηγούνται (όπως και στις “Φάλαγγες της Μαύρης Τάξης”) έναν εν εξελίξει πόλεμο όπως αυτός εκτυλίσεται στο ανατολικό μπλόκ. Εν τω μεταξύ, ο Bilal έχει ήδη ξεκινήσει από το 1980 τη διάσημη τριλογία του με κεντρικό ήρωα τον Αλσίντ Νικοπόλ (του οποίου το πρόσωπο θυμίζει επίτηδες τονηθοποιό Μπρούνο Γκάνς) που αποτελείται από τη “Η γιορτή των Αθανάτων”, τη “Γυναίκα Παγίδα”, (1986) και το “Ισημερινό Ψύχος” (1992). Άλμπουμ τα οποία εκτόξευσαν τη φήμη του κι εκτός Γαλλίας. Αυτήν τη φορά η πολιτική μπλέκεται με τη μυθολογία και την επιστημονική φαντασία κι έτσι οι ιστορίες ξεφεύγουν από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο το οποίο χαρακτήριζε τις συνεργασίες του με τον Pierre Christin. Αυτήν τη φορά οι αναφορες στην ευρωπαϊκή ιστορία έρχονται σε δεύτερο πλάνο και γίνονται με έμμεσο τρόπο μέσα από αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα και καταστάσεις. Και πάλι οι μεγάλες μάχες του 20ου αιώνα είναι παρούσες, όμως ο κόσμος γύρω μας έχει πλέον αλλάξει και τα ερωτήματα τίθενται σε άλλη βάση. Οι πρωταγωνιστές ακολουθούν δύσθυμα το νήμα μιας αδιέξοδης πλοκής που τους ξεπερνάει, τους διαφεύγει και τους στιγματίζει ανεπανόρθωτα.

Κι ενώ η τριλογία του Νικοπόλ πήρε ουσιαστικά 12 χρόνια να ολοκληρωθεί, ο Bilal εντωμεταξύ μπλέχτηκε επίμονα -αν και με αμφίβολα αποτελέσματα- με τον κινηματογράφο, είτε σκηνοθετώντας δικές του ταινίες, είτε σχεδιάζοντας σκηνικά και κοστούμια για άλλους. Κι ακόμα και σήμερα, συνεχίσει με τη μεταφορά των βιβλίων του στο σινεμά. Επανέρχεται στα κόμικ με τον “Ύπνο του Τέρατος”, (1998) κι ακολουθεί το “32 Δεκεμβρίου”, (2003), το “Ραντεβού στο Παρίσι”, (2006), το “Τέσσερα;”, (2007) και το “Animalz”, (2009). Αυτές όμως δεν είναι οι μόνες τους δουλειές. Ιδιαίτερα αξιόλογες, αν κι όχι ακριβώς κόμικς, είναι κι οι εικονογραφίσεις που πάνω σε μικρές διηγήσεις του Pierre Christin. Αυτήν τη φορά οι παλιοί γνώριμοι, εξερευνούν και πατάνε πάνω σε αστικά τοπία για να διηγηθούν μικρές ιστορίες. Φυσικά, ακόμα κι αυτός δεν απέφυγε να δουλέψει για διαφημιστικές εταιρίες στα νειάτα του αλλά και να δει, με την πάροδο του χρόνου, πρωτότυπα και πίνακες του να πωλούνται σε εξωφρενικές τιμές. Μάλιστα, η φήμη κι αναγνώριση του σήμερα είναι τέτοια που το 2012 παρουσιάστηκε στο μουσείο του Λούβρου, ατομική του έκθεση με τίτλο “Τα φαντάσματα του Λούβρου”.

Στοιχωμένος με εικόνες από το μέλλον
Το περίεργο(;) με ορισμένες από τις μελλοντολογικές απεικονίσεις του Bilal είναι πως βγήκαν αληθινές. Όντας γνώστης των τεχνικών της επιστημονικής φαντασίας ο Bilal μεταχειρίστηκε στις ιστορίες του απεικονίσεις του μέλλοντος που αφενώς έδωσαν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην αφήγηση του κι αφετέρου έμελε να επαληθευτούν. Έχουμε και λέμε: Στην Παρτιδα Κυνηγιού (1983) γκρεμίζεται το τείχος του Βερολίνου. Στο “Ισημερινό Ψύχος”, εμφανίζεται ένα καινούριο άθλημα ή ένας μάλλον απίθανος συνδιασμός. Σκάκι και μποξ. Κι από το σκοτεινό χιούμορ και την αλληγορία, φτάνουμε στην πραγματικότητα. Το 2005 έλαβε χώρα το πρώτο ευρωπαϊκο πρωτάθημα Chess-Boxing! Τέλος, στον “Ύπνο του Τέρατος”, (1997) απεικονίζεται η πτώση του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου…

Όταν ένας δημιουργός εκκινεί από την επιστημονική φαντασία για να μιλήσει για έναν διαρκώς μεταλλασόμενο πόλεμο και ν’ καταδείξει τις χίλιες εκφάνσεις του και τους χώρους και τους χρόνους που διανύει καθώς αναπαράγεται, το μόνο σίγουρο είναι πως οι βεβαιότητες θα περισσεύουν από τη μέθοδο μας. Κι αν είναι μάλλον ανέφικτο για μας να συνοψίσουμε το έργο ενός τόσο παραγωγικού σχεδιαστή και σεναριογράφου που ακόμα συνεχίζει να εξελίσεται, αξίζει ωστόσο να σταθούμε σ’ ορισμένα σημεία. Όχι για να βγάλουμε κάποια απόφαση ή να συνοψίσουμε μια ιστορία τόσο ρευστή όσο και βαριά, αλλά μάλλον για να εγείρουμε παραγωγικά ερωτήματα, ν’ ανακαλύψουμε αδιέξοδα και δρόμους διαφυγής και, φυσικά, να κάνουμε πως αναμετριόμαστε μ’ όσα κατατρέχουν κι αυτόν τον ίδιο. Ο Bilal, απεικονίζει μια εξουσία δαιδαλώδη που πλανάται σαν το θάνατο πάνω από τους ήρωες του σαν ένα διάφανο πλέγμα. Παρόλ’ αυτά η εξουσία δεν παρουσιάζεται ποτέ ασώματη ή ακλόνητη, κάθε άλλο: εξελίσεται μέσα από και μαζί με τα σώματα που τη φέρουν. Και καθώς οι συνθήκες μέσα στις οποίες οι ήρωες του καλούνται να δράσουν είναι πάντα αποπνικτικές, η μετάλλαξη κι η προσαρμογή φαίνονται σαν η μόνη λύση απέναντι σ΄ένα αδιάκοπο κυνηγητό. Πρόκειται για έναν κόσμο που συγκροτείται μέσα από τις βίαιες αντιθέσεις του. Από δυνάμεις που δε σταματάνε να τον καταστρέφουν κι από δυνάμεις παλεύουν επινοώντας τρόπους να επιβιώνουν. Η πλούσια απεικόνιση πολιτισμικών χαρακτηριστικών και το διαρκές μπέρδεμα τους, η αισθητικοποίηση της πολιτικής από πολιτικούς, θρησκευτικούς αλλά και εικαστικούς φορείς, δείχνουν μάλλον μια διαλεκτική αναζήτηση παρά μια προσκόλληση σε ιστορικιστικές αφηγήσεις. Ο Bilal, δεν αφήνει χώρο σε νοσταλγίες ή εξειδανικεύσεις ενός άσπιλου παρελθόντος, ή μιας αλήθειας με σαφή πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Κάθε άλλο. Μέσα σ΄αυτό το σύμπαν λοιπόν, χρησιμοποιώντας ευρυματικά μέσα όπως το μακιγιάζ των πολιτικών ηγετών, τις εικαστικές μόδες και τον κόσμο του αθλητισμού (μια μεταφορά του πολέμου), ή τη θολή μίξη του ανθρώπινου με το ζωώδες και το μηχανικό, η πλοκή δεν οδηγεί ποτέ σε κάποια λύτρωση ή κάθαρση αλλά αναδεικνύει την υλικότητα αλλά και τον ορίζοντα των ανθρώπινων σχέσεων. Ο έρωτας, η φιλία, η συγγένεια γεννιούνται, ζούνε και πεθαίνουν σ’ ένα περιβάλλον αμείλικτα θνητό μα καθόλου επικό.

Ακολουθεί μια μικρή ιστορία του νεαρού Bilal σε σενάριο του Grange, η οποία είχε δημοσιευτεί στο τεύχος 68 της βαβέλ.

Ξεκινάμε την παρουσίαση μέσω συνεντέυξεων από την παλιότερη κατά σειρά. Πρόκειται για συνέντευξη την οποία είχε παραχωρήσει τον Ιούλη του 1980 στο περιοδικό Heavy Metal, όπως αναδημοσιεύθηκε στο τέυχος 11 της βαβέλ. Πριν τη συνέντευξη μια μικρή ιστορία…

Παρακάτω μπορείτε να ξεφυλλίσετε ένα κολάζ από δύο συνεντεύξεις του γιουγκοσλάβου δημιουργού την πιο παραγωγική έποχή του. Η πρώτη κατά σειρά προέρχεται από το τεύχος 29 της βαβέλ (Σεπτέμβρης του 1983) όπου ξεκινάει η δημοσίευση σε συνέχεις του κόμικ «Φάλαγγες της Μαύρης τάξης», σε σενάριο του Pierre Christin. Ο Bilal μιλάει για την άφιξη του στη Γαλλία, την αγάπη του για τον κινηματογράφο, την προσωπική του πορεία και τον πολιτικό χαρακτήρα των ιστοριών είχε κάνει μαζί με τον Christin. Στο ίδιο αρχείο, έχουμε προσθέσει μια μικρή συνέντευξη από το τεύχος 45 της βαβέλ (Ιανουάριος του 1985) στην οποία ο Βilal καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα πολιτικού περιεχομένου σχετικά με τη μέχρι τότε δουλειά του…

Βρισκόμαστε πλέον στο Φεβρουάριο του 1989 κι ο Bilal παραχωρεί τηλεφωνική συνέντευξη στον Νίκο Προκόβα (σταθερό συνεργάτη της βαβέλ), η οποία δημοσιεύεται στο τεύχος 94. Αυτήν τη φορά, ο σχεδιαστής εμβαθύνει περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο απεικονίζουν τις πολιτικές συνθήκες μαζί με τον Pierre Christin. Ακόμη, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει – πως αντιλαμβάνεται το χώρο, πως αποδίδει την ατμόσφαιρα, αλλά και για την εξέλιξη του τρόπου με τον οποίο σχεδιάζει. Και, καθότι ο καιρός έχει πια περάσει, μιλάει ανάμεσα σ’ άλλα για τη διεθνή αναγνώριση η οποία πλέον θα τον ακολουθεί για πάντα.

Το παρακάτω κείμενο έχει τίτλο Αναπαραστάσεις και μεταμορφώσεις της κυριαρχίας στη «Γιορτή των Αθανάτων» του Enki Bilal. Το κείμενο καταλήγει στο υπό μελέτη έργο – αντί να ξεκινά από αυτό. Η διαδρομή ξεκινά από το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ο Enki Bilal· την πολιτική κατάσταση της μεταπολεμικής Ευρώπης, τα χαρακτηριστικά της ακμάζουσας τότε σκηνής των κόμικς και τις πολιτικές και καλλιτεχνικές ανακατατάξεις των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70. Στο δεύτερο μέρος, διερευνούνται οι τρόποι με τους οποίους ο Bilal εστιάζει, στις κοινωνικές σχέσεις, τις κωδικοποιεί και τις αποδίδει στη Γιορτή των Αθανάτων, το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του Νικοπόλ.