Oscar Chichoni
Γυναίκα με μηχανή. Σάρκα με μέταλλο. Σας κάνουν κάτι οι συνδυασμοί αυτών των λέξεων; Μήπως πλάθουν για χάρη σας μια εικόνα, έστω κι αν είναι η εικόνα μιας σέξι τύπισσας πάνω σε μια φοβερή μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού; Ψάξτε στο μυαλό σας το γιατί. Γιατί, λόγου χάρη, η ένωση δύο ανόμοιων ουσιών, μιας Θηλυκής, φτιαγμένης από απαλή, θερμή σάρκα, και μιας μηχανικής, φτιαγ-μένης από ψυχρό, σκληρό μέταλλο, μας δημιουργεί, σχεδόν αυτόματα, σχεδόν αθέλητα, μια ιδέα ερωτισμού; Τι είναι αυτό το στοιχείο, στον πολιτισμό, στον ψυχισμό, στην ψύχωσή μας, όπως θα την βάφτιζε ο J. G. Ballard, που μας κάνει να λιγωνόμαστε στη σκέψη, στη φαντασίωση της επαφής της γυναίκας με τη μηχανή; Αυτή τη φευγαλέα απάντηση στα παρα-πάνω ερωτήματα δείχνει να ψάχνει με το έργο του ο Oscar Chichoni (1957-).
Αργεντινός στην καταγωγή, αυτοδίδακτος, ο Chichoni ξεκίνησε να σχεδιάζει κόμικς στην πατρίδα του, σε νεαρή ηλικία, και παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια τον κέρδισε η ζωγραφική και η εικονογράφηση, δεν φαίνεται ποτέ να εγκατέλειψε τον εφηβικό ενθουσιασμό των κόμικς με τις πληθωρικές μηχανές, τις φανταστικές γυναίκες, και την υπερβολή στον συνδυασμό αυτών των δύο. Σχεδιάζοντας μια πληθώρα εξωφύλλων για βιβλία επιστημονικής φαντασίας, ο Chichoni σφυρηλάτησε αυτόν τον ενθουσιασμό σε δυνατή λεπτομέρεια, εμφατική, δυναμική ανατομία στις φιγούρες του, και, πάνω από όλα, συμμετρία και αίσθηση του design ως εξώφυλλο βιβλίου, κι όχι ως τυχάρπαστη εικόνα που απλά Θα χρησιμοποιήσει ο γραφίστας. Η μετάβασή του στην Ευρώπη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τα εξώφυλλά του για τη μυθική ιταλική ανθολογία επιστημονικής φαντασίας “Urania” (1952-) οικοδόμησαν τον μύθο του Chichoni ως πραγματικού μετρ του φανταστικού. Η ικανότητά του να κάνει τις πιο ανομολόγητες και απίστευτες μορφές, τα πιο υπερμεγέθη, μακρινά και απίθανα περιβάλλοντα, να φαίνονται υλοποιήσιμα και απτά, τον βοήθησε να καθιερωθεί στη δεκαετία του ’90 και ως conceptual designer, με τις εικόνες του να δίνουν περισσή ουσία και υπόσταση στα γνωστά παιχνίδια “Starship Titanic” (όπου ο Chichoni υλοποίησε ιδέες του Douglas Adams, διατηρώντας ατόφιο το χιούμορ και την παράλογη, κοσμική ειρωνεία του φανταστικού σατιριστή) και “Broken Sword 3: Τhe Sleepίng Dragon”. Η μετάβασή του στον κόσμο του σινεμά τού έδωσε ακόμα και το συνονόματό του βραβείο Όσκαρ, με το οποίο τιμήθηκε όταν επιμελήθηκε τον σχεδιασμό παραγωγής στην ταινία εποχής του Michael Hoffman “Restoration” (1995). Ο Chichoni υπηρέτησε το όραμα του σκηνοθέτη για τον 18ο αιώνα εμποτίζοντας τα σκηνικά με την πρέπουσα υπερβολή, ερωτισμό και έπαρση, παραλληλίζοντας έτσι τα ανάλογα χαρακτηριστικά της βασιλείας του Καρόλου του Β’ και της Παλινόρθωσης της μοναρχίας στη Βρετανία, αλλά και με ένα υπόβαθρο σήψης και φθοράς όχι μόνον ηθικής, μιας που η ερωτική πλοκή της ταινίας λαμβάνει χώρα την περίοδο της πανούκλας του Λονδίνου. Το βραβείο ήρθε απλώς να προστεθεί σε μία πλούσια συλλογή, που περιλαμβάνει το αργεντίνικο Premio Más Allá (καλύτερη εικονογράφηση), το ισπανικό Premio 1984 (καλύτερο εξώφυλλο), και το ιταλικό Caran d’Ache (στο φεστιβάλ κόμικς της Lucca).
Παρ’ όλη αυτή την πολυσχιδή δραστηριότητα, ο Chichoni δεν εγκατέλειψε ποτέ εκείνο το πρώτο, εφηβικό πάθος με τη γυναίκα και τη μηχανή, όπως φάνηκε και στο “Mekanika” (2000), την πρώτη συλλογική παρουσίαση έργων του. Μία μόνο ματιά στο έργο του Chichoni αρκεί για να μας πείσει για το πόσο ανεξάρτητο είναι από εκείνο του Η. R. Giger, παρά την, σε πολλούς τομείς, διασταυρούμενη θεματική τους. Το αντεστραμμένο k στο εξώφυλλο του βιβλίου, η θηλυκότητα της νεόπλαστης λέξης Mekanika, το μέταλλο πάνω στη σάρκα, η αίσθηση της σκουριάς, όντως θυμίζουν τον διάσημο Ελβετό σχεδιαστή. ‘Ομως, εκεί που, στον Giger, το μέταλλο ενώνεται βίαια με τη σάρκα, σε ένα είδος γενετικής διακόρευσης, στον Chichoni η ένωση των δύο είναι ηθελημένη, αισθησιακή, και χιουμοριστικά ανάλαφρη. Αποφεύγοντας τον αερογράφο και προτιμώντας στρώσεις επί στρώσεων από πινελιές, ο Chichoni προικίζει τις εικόνες του με βαρύτητα και υπόσταση. Όσο και αν τα τέλεια σχηματισμένα στήθη των δύο γυμνών γυναικών στο εξώφυλλο του Mekanika φαίνονται να αψηφούν τους νόμους της φύσης, τα κορμιά τους αναδίνουν μια σχεδόν αδιαμφισβήτητη φυσικότητα, τουλάχιστον εφάμιλλη με τη φυσικότητα των εξίσου απίθανων κορμιών των glamour models (ο Chichoni ανήκει στη σπάνια κάστα εικονογράφων που έχουν φιλοτεχνήσει εξώφυλλα του κατεξοχήν φωτογραφικού περιοδικού για άνδρες, του Playboy). Ο ερωτισμός των γυναικών αυτών συνδυάζεται με τα σταθερά χαρακτηριστικά του έργου του Chichoni: ένα αδιαπέραστο, αλλόκοτο μυστήριο (τα μάτια τους και τα μαλλιά τους είναι καλυμμένα με ένα σχεδόν μουσουλμανικά αυστηρό μαύρο πέπλο), μία απροκάλυπτα ροκοκό μηχανική αισθητική (το σώμα της μιας αποτελείται τουλάχιστον το ήμισυ από περίτεχνα πλεγμένες μεταλλικές διακλαδώσεις, μηχανικούς κισσούς που καλύπτουν το σώμα της), και ένα διαβρωτικό χιούμορ (η ημι-μηχανική κουκλάρα, το βιοτεχνολογικό αντιτου πόθου, μας δίδεται πλήρης, με μια πλειάδα από κλειδιά φαίνονται να κουρδίζουν τις κλειδώσεις της, και με μια κλειδαριά στο μηχανικό αιδοίο της, μεταμοντέρνα ζώνη αγνότητας, έτοιμη να δεχθεί το μοναδικό κλειδί που φαίνεται να λείπει). Αυτό το τελευταίο στοιχείο, το χιούμορ, φαίνεται να διεισδύει σε όλες εικόνες του Chichoni, πασίγνωστες σε όσους έχουν δει τα εξώφυλλά του σε περιοδικά, από το ιταλικό “Eternauta” ως το βρετανικό “Interzone” και το αμερικάνικο “Heavy Metal”. Γυναίκες με ενισχυμένες καμπύλες πάνω σε φουτουριστικές μοτοσικλέτες υπονομεύονται από σκανταλιάρικα κακομούτσουνα δαιμόνια που τις χουφτώνουν. Καλλίπυγεςς καλλονές ποζάρουν με φόντο αγάλματα με ανδρικές κορμούς, γυμνασμένους μύες και κεφάλια σε σχήμα βρύσης. Δύο γιγαντόσωμοι μπάτσοι έχουν μπουζουριάσει μια κοπέλα που φαίνεται σαν ξεπήδησε από κατάλογο σαδομαζοχιστικού sex shop, αλλά έχουν χαρααγμένες στα κράνη τους τις λέξεις «Tom» και Jerry». Ακόμα και το πιο επιβλητικό βιομηχανικό τοπίο, ακόμα και το πιο λεπτοδουλεμένο, γεμάτο μπουλόνια ρομποτικό σώμα, έχουν κάτι από τη σκουριά της υπερβολής, τη διάβρωση της ειρωνείας. Η απόκοσμη ομορφιά των εικόνων του Chichoni (γκριζόχρωμα, ραγισμένα μεταλλικά ανδροειδή καταγάλανα μάτια, ακρόπρωρα αστρόπλοιων που θυμίζουν αιγυπτιακές Σφίγγες, παθιασμένες περιπτύξεις πολεμιστών βαμμένων με εξωγήινα χρώματα πολέμου, στοματικοί έρωτες ενός μυώδους ρομπότ, με μια καλλίγραμμη, πεπλοφορούσα γυναίκα) δεν χάνει, αντίθετα, κερδίζει από αυτή τη χιουμοριστική διάσταση. Κι αυτό γιατί κάνει ολοφάνερη τη διάθεση του Chichoni για ένα παιχνίδισμα, εφηβικό, ιrπερβολικό, γεμάτο ορμόνες το ίδιο φαντασιώδεις με τα μηχανικά αιδοία των γυναικών του, αλλά ταυτόχρονα ποτισμένο με τη γνώση της υπερβολής του, πλήρως απελευθερωμένο από τη μετεφηβική σοβαροφάνεια πολλών ερωτικών καλλιτεχνών που πνίγουν τη φαντασίωση σε συμβολισμούς, αντί να πνίγουν τους συμβολισμούς στη φαντασίωση. Ο Chichoni δεν ψάχνει απαντήσεις στην έλξη του μηχανικού στο γυαικείο, αλλά την ίδια την ανεξήγητη έλξη.
Το κείμενο της παρουσίασης του Oscar Chichoni έχει γράψει ο Αβραάμ Κάουα και συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του 11ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κόμικς της βαβέλ το οποίο διεξήχθη στην Τεχνόπολη το 2006.