Tanino Liberatore

Ίσως στην ελλάδα να είναι γνωστός απλώς ως ο σχεδιαστής του Ranxerox. Έναν εξαιρετικά αναγνωρίσιμο ήρωα των κόμικς που, πέρα από τα σχετικά περιοδικά, εμφανίστηκε -καθόλου τυχαία- σε πολιτικά έντυπα, αφίσες κι αυτοκόλλητα. Ίσως πάλι ορισμένοι να γνωρίζουν κάτι παραπάνω για τον, εξηντάρη πια, καλλιτέχνη που στη χώρα του αποκαλείται -καθόλου άδικα- Michelangelo των κόμικς. Τον άνθρωπο που συνδέθηκε με την πιο ρηξικέλευτη εικαστική ομάδα της ιταλίας στα τέλη των 70’s, τον άνθρωπο που έφυγε στις αρχές των 80’s από την ιταλία για να ζήσει στη γαλλία, τον άνθρωπο εντέλει που παρήγαγε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες εικονογραφήσεις της ανθρώπινης φύσης.

Η ζωή ενός από τους διασημότερους ιταλούς σχεδιαστές έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον, στο βαθμό που μέσω αυτής μπορούμε να δούμε μεριές της ίδιας της ιστορίας των ευρωπαϊκών κόμικς. Τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους εκδοτικούς οίκους, τις γκαλερί, τα καθεστωτικά media από τη μια και τις μικρές πολιτικές – καλλιτεχνικές ομάδες και το αντίκτυπο της δράσης τους, από την άλλη. Όμως αυτή είναι μια ιστορία μεγάλη και δύσβατη που απαιτεί το δικό χώρο. Ας πιάσουμε λοιπόν το νήμα από τον ίδιο. Ο κατά κόσμον Gaetano Liberatore λοπόν γεννήθηκε στο Quadri της κεντρικής ιταλίας το 1953, σπούδασε αρχιτεκτονική όπως τόσοι άλλοι κομιξάδες κι ασχολήθηκε επαγγελματικά με το σχέδιο κατευθείαν μετά το τέλος των σπουδών του δουλεύοντας για διαφημιστικές εταιρίες από το 1974 μέχρι και το 1978. Τότε γνωρίστηκε με την παρέα του περιοδικού Cannibale. Τον Andrea Pazienza, τον Stefano Ταmburini και τους λοιπούς. Μέσα από αυτήν την ομάδα που άλλαξε εν πολλοίς την ιστορία των ενήλικων κόμικς, ανέτειλε και το άστρο του Liberatore. Μαζί με τα ρηξικέλευτα σενάρια του Τamburini, τις σκανδαλώδεις πολιτικές ιδέες του Vinzenzo Sparagna και την επιμονή στην καταγραφή της πραγματικότητας που χαρακτηρίζει τον Pazienza, ο Liberatore σα σχεδιατής, απέκτησε αφηγηματική αυτάρκεια. Απέκτησε τη δυνατότητα να μπορεί να πει μια ιστορία και να γεμίσει τον αναγνώστη με συναισθήματα ακόμα και με ένα μόνο καρέ χωρίς καν λόγια.

Το 1978 εμφανίζεται ο “Rankxerox” στις σελίδες του Cannibale, του Il Male έπειτα κι εντέλει, το 1980, στο Frigidaire. Ο αναβαπτισμένος ήρωας ονομαζόταν πλέον Ranxerox και σχεδιαζόνταν αποκλειστικά από τον Liberatore σύμφωνα πάντα με τα σενάρια του Tamburini. Το όνομα του αναφέρεται -όπως είναι προφανές- στo φωτοτυπικό μηχάνημα Rank Xerox, το οποία χρησιμοποιούσε ο Tamburini αλλοιώνοντας τα σχέδια του και παράγοντας φουτουριστικά εφέ. Σύμφωνα λοιπόν και με το μύθο, ο Ranxerox ήταν φτιαγμένος και από τα μηχανικά μέρη ενός τέτοιου μηχανήματος από φοιτητές κι ήταν ένα σεξουαλικό δώρο για τη 12χρονη Λούμπνα την οποία ο Ranx έμελλε να υπηρετεί για όλη του τη ζωή. Οι μπάτσοι κάνουν την εμφάνιση τους τη λάθος στιγμή, δολοφονούν τους φοιτητές και απορυθμίζουν άπαξ διαπαντώς τα κυκλώματα που ελέγχουν τη βιαιότητα του ανθρωποειδούς…
Οι ιστορίες του Ranx που, γεμάτες από μια φαινομενικά αναίτια βία εκτυλίσσονται με φόντο μια φουτουριστική εκδοχή της Ρώμης, εικονογραφούσαν τότε μια κοινωνική συνθήκη που είχε ήδη αρχίσει να κερδίζει έδαφος. Ένα ακραία βίαιο ρομπότ περπλανιέται σε μια μητρόπολη ωθούμενο από τον αδιέξοδο έρωτα του για μια ανήλικη αντιπαθητική λούμπεν τύπισα. Το σκηνικό συμπληρώνουν ντήλερς και πόρνες εξαιρετικά μικρής ηλικίας, αστοί που αναζητούν ικανοποίηση κι ένα πλήθος από χαρακτήρες-στοιχειά μιας κανιβαλικής μητρόπολης.

Ο Liberatore γνώρισε επιτυχία με τον Ranxerox, τόσο στην ευρώπη όσο και τις η.π.α. με πρώτη στάση τη γαλλία -όπου κι εγκαταστάθηκε μόνιμα ο το 1982. Εκεί συνεργάστηκε με αρκετούς σεναριογράφους όπως τον Setbono, τον Daniel Varenne (αδελφό του Alex Varenne), τον Bruce Jones και τον Bruce Helford. Οι μικρές τους ιστορίες δημοσιεύονταν σε περιοδικά όπως το L’Écho des Savanes, στο ChicTranfert, στο Metal Hurlant, στο A Suivre. Πρόκειται για ιστορίες ως επί το πλείστον δυτοπικές, που αφηγούνται στιγμιότυπα του μεταμοντέρνου κόσμου. Τα έμφυλα χαρακτηριστικά μπερδεύονται με τα ταξικά και τα φυλετικά ενώ οι ανθρώπινες επιθυμίες τεμαχίζονται και ανασυντίθεται. Το εικαστικό συντακτικό του Liberatore είναι εξαιρετικά πλούσιο. Μέσα από παρηκμασμένα μητροπολιτικά τοπία (χωρίς όμως να υπονοείται κάποια καταστροφή όπως στην περίπτωση του Enki Bilal), σύμβολα περασμένων μεγαλείων και σωματικές μεταλλάξεις, διαπραγματεύεται έννοιες κεντρικές στη μεταμοντέρνα συζήτηση όπως η παιδικότητα, η ρευστή υποκειμενικότητα, η σχέση ανθρώπου – μηχανής, η επιθυμία…
Μετά το θάνατο του Stefano Tamburini από ναρκωτικά το 1986, ο Liberatore στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά στις εικονογραφήσεις όπου παρήγαγε εξίσου ενδιαφέροντα έργα (ανάμεσα σ’ αυτά και το εξαιρετικό εξώφυλλο του «The Man fron Utopia” του Frank Zappa) Μόνο πολλά χρόνια αργότερα, το 1993 και το 1996, ο Ranxerox ξαναβρήκε το δρόμο προς το τυπογραφείο, αυτήν τη φορά σε σενάρια των Jean-Luc Fromental και Alain Chabat.

Η παρακάτω συνέντευξη είναι αναδημοσίεση και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 26 του περιοδικού Παρά Πέντε.

Η παρακάτω ιστορία του Liberatore είναι ίσως μια από τις καλύτερες του δημοσιεύθηκε στο τεύχος 86 της βαβέλ.

Κι αυτή εδώ θα την λατρέψουν σίγουρα οι φαν κι όχι μόνο. Η Λούμπνα μιλάει για το πως απέκτησε το ρομποτάκι της! Από το τεύχος 142 της βαβέλ.