Professor Bad Trip

Ο Professor Bad Trip, κατά κόσμον Gianluca Lerici, γεννήθηκε το 1964 για να εγκαταλείψει το μάταιο τούτο κόσμο το Νοέμβρη του 2006. Εντωμεταξύ, πρόλαβε να αναδειχθεί στην ίσως πιο εμβληματική περσόνα της γενιάς του στον κόσμο της ιταλικής αντικουλτούρας. Κι όχι άδικα καθώς όχι μόνον ακολούθησε το νήμα των πολιτικών και καλλιτεχνικών του προγόνων από τα 70’s και τα 80’s αλλά, έπιασε και το νόημα της δικής του εποχής. Πολιτικοποιήθηκε από μικρός και ξεκίνησε νωρίς να φτιάχνει φανζίν, να συμμετέχει σε punk μπάντες και να πειραματίζεται στη ζωγραφική χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό μέσο και δουλεύοντας σε κάθε πιθανή κλίμακα. Εκτός από τα κόμικς, έκανε μεταξοτυπίες, εξώφυλλα δίσκων, mail art, αλλά και τοιχογραφίες σε κοινωνικά κέντρα. Πρόκειται για ένα δημιουργό που ξεπήδησε μέσα από το πολιτικοποιημένο underground μπολιάζοντας το διαρκώς με νέα περιεχόμενα και τεχνικές.

Ενώ λοιπόν ορισμένες από τις αναφορές του είναι προφανείς εκ πρώτης όψεως, εμβαθύνοντας στο έργο του αντιλαμβάνεται κανείς το πλούσιο καλλιτεχνικό του υπόβαθρο. Προφανώς, οι στυλιστικές του αναφορές πηγάζουν από τις εφιαλτικές εικόνες των κλασικών της αμερικάνικης underground σκηνής (Basil Wolverton) και την καλιφορνέζικη skate punk εικονογραφία. Ταυτοχρόνως όμως, ο «φόβος του κενού» (Horror vacui) που χαρακτηρίζει την τεχνική του, παραπέμπει στον Rick Griffin και τη γραφιστική σκηνή της ψυχεδέλιας που εικονοποίησε την εμπειρία των acid test και της μουσικής των Grateful Dead, του Jimmy Hendrix κ.α. στα τέλη των 60’s. Πέραν όμως του αμερικάνικου underground -που για άλλη μια φορά εισέβαλε δυναμικά στην Ιταλία- δε θα μπορούσε παρά να χρωστάει πολλά στους ρηξικέλευτους δημιουργούς των περιοδικών “Cannibale”, “Il male” και το “Frigidaire”, (Pazienza, Tamburini και Liberatore). Δημιουργοί οι οποίοι συνέδεσαν το κόμικ με την πολιτική και τη ζωή την ίδια αποτυπώνοντας τα πάθη και τα αδιέξοδα της καθημερινότητας απειχόντας έτσι μια ολόκληρη γενιά. Ιδιαιτέρως δε, η μη γραμμική κι εφιαλτική αφήγηση του Pr. Bad Trip χρωστάει πολλα στο “Pentothal”, το τελευταίο μεγάλο έργο του Andrea Pazienza.

Όμως τα παραπάνω δεν αρκούν για να περιγράψουν το συντακτικό και το λεξιλόγιο της τέχνης του Professor Bad Trip. Οι αναφορές του αγγίζουν τάσεις που ξεπερνoύνε την τέχνη του underground και του κόμικ για να φτάσουν στο γερμανικό εξπρεσιονισμό και την ξυλογραφία των αρχών του 20ου αιώνα (Kollwitz, Gros, Munch, Barlach). Συνεπώς, o Pr. Bad Trip θα μπορούσε να οριστεί ως ένας psyco punk εξπρεσιονιστής ο οποίος αποπειράται να παράγει ατμόσφαιρα μέσω της υποβλητικής-παραστατικής του σαφήνειας. Δεν είναι τυχαίο που, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ήταν τακτικός συνεργάτης του περιοδικού “Decoder” το οποίο μετέφερε τις δυστοπικές αφηγήσεις της cyberpunk λογοτεχνίας στην Ιταλία.

Όσον αφορά στο «Γυμνό Γεύμα» το οποίο μετέφερε σε κόμικς το 1992, επιχειρεί να πραγμάτωσει τα cut-ups σε δισδιάστατη μορφή. Το στυλ του συγχέεται συναισθηματικά σε μια «ενδοζώνη» όπου η παραίσθηση κι ο σκληρός ρεαλισμός του δρόμου συμβιώνουν κι ανακατώνονται συνεχώς. Και είναι αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο: η εκφραστική δύναμη της αναπαράστασης, το σοκ κι η δυσφορία που προκαλείται στον αναγνώστη. Η ατμόσφαιρα του βιβλίου μετουσιώνεται στο νέο μέσο και καταφέρνει να μεταφέρει στον αναγνώστη ένα «βαρύ sandwich πραγματικότητας», όπως έχει πει κι ο Allen Ginsberg για το έργο του W. S. Burroughs.

Παρακάτω μια μικρή ιστορία του Professor μέσα από το τεύχος 212 της βαβέλ.

Κι άλλη μια, μέσα από το τεύχος 240 της βαβέλ.