Mario Dalmaviva

Η εξαιρετική περίπτωση του Mario Dalmaviva αξιολογείται ως τέτοια, όχι μόνον επειδή δείχνει τη δημιουργικότητα ενός ανθρώπου αλλά, κυρίως, διότι αποκαλύπτει με λαμπρό τρόπο για τι πράγμα μιλάμε εντέλει, όταν μιλάμε για κόμικς! Ίσως όμως είναι καλύτερο να αφήσουμε τα ίδια τα κομικς για το τέλος. Ν’ αφήσουμε την -ομολογουμένως περίπλοκη αυτή- ιστορία να μας οδηγήσει ομαλά σ’ αυτά, έτσι ώστε να μην εκβιάσουμε τη λογική και τα συναισθήματα μας και να διυλήσουμε εντέλει όσα περισσότερα μπορούμε για την μυστηριώδη αυτήν εκδοχή της αφηγηματικής τέχνης.

Ο Dalmaviva λοιπόν γεννήθηκε στην ιταλία το 1943 και έφυγε από κοντά μας το καλοκαίρι του 2016. Η δεκαετία του 1970 τον βρίσκει μπλεγμένο -όπως και χιλιάδες άλλους- με την πολιτική μέσα από το κίνημα της Εργατικής Αυτονομίας το οποίο συντάραξε την ιταλική -και όχι μόνον- πραγματικότητα. Πρόκειται για την κοινωνική εκείνη κατάσταση η οποία, από τη μια χαρακτηρίστηκε ως ένας δεκαετής ιταλικός Μάης κι από την άλλη έκανε τον Ντεμπόρ να μιλήσει για την Ιταλία ως το ευρωπαϊκό εργαστήρι της αντιεξέγερσης εξαιτίας των κρατικών και παρακρατικών πολιτικών.

Ο Dalmaviva ήταν ενεργό μέλος της οργάνωσης “Potere Operaio” (Εργατική Εξουσία) μέχρι και την αυτοδιάλυση της το 1973. Χρονιά ορόσημο από πολλές απόψεις καθώς, όπως περιγράφει κι ο Antonio Negri (ιδρυτικό μέλος της Potere Operaio), ήταν η χρονιά που οι πολιτικές οργανώσεις -φτάνοντας ίσως σε μια δομική κρίση- διαχύθηκαν στο κοινωνικό αρχιπέλαγος εμπλουτίζοντας το πολυσύνθετο κίνημα της Αυτονομίας. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας, χαρακτηρίζονται από μια κλιμακούμενη όξυνση των κοινωνικών αγώνων καθώς αυτοί πυροδοτούνται σ’ όλο το φάσμα του κοινωνικού (εργατικό, έμφυλο, φυλετικό). Αντιστοίχως φυσικά ξεδιπλώνεται και η κρατική πολιτική. Την εποχή εκείνη είχε τεθεί σε εφαρμογή στην Ιταλία ο “Εθνικός Συμβιβασμός”, η πολιτική συνεργασία δηλαδή των Χριστιανοδημοκρατών και του Κ.Κ.Ι., με σκοπό της επιστροφή στην κανονικότητα· την κατάπνιξη δηλαδή των αδιαμεσολάβητων εργατικών κοινωνικών διεκδικήσεων αλλά και την αναδιάρθρωση της παραγωγής έτσι ώστε να απαντηθούν τα προβλήματα που οι αγώνες εκείνοι είχαν δημιουργήσει στ’ αφεντικά. Ταυτοχρόνως, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ξεδιπλωνόταν με διάφορα μέσα η “Στρατηγική της Έντασης” (με ίσως πιο γνωστό γεγονός τη βομβιστική επίθεση στην Piazza Fontana το 1969 στο Μιλάνο). Αυτή η, στρατιωτικού τύπου, διαχείριση του κινήματος εκ μέρους του κράτους δεν μπορούσε φυσικά, παρά να έχει μια διαλεκτική σχέση με τις ένοπλες ακροαριστερές οργανώσεις. Η δράση των οποίων κορυφώθηκε με την απαγωγή του ιταλού πρωθυπουργού (και ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών) Άλντο Μόρο, στις 16 Μαρτίου του 1978 και τη θανάτωση του μετά από 54 ημέρες ομηρίας. Την επιχείρηση αυτή έφερε εις πέρας η πλέον γνωστή ιταλική ένοπλη οργάνωση, οι Brigade Rosse (Ερυθρές Ταξιαρχίες) οδηγώντας -θέλοντας και μη- την πολιτική κατάσταση στην Iταλία σ’ ένα σημείο χωρίς γυρισμό.

Το πολύμορφο κίνημα που συντάραξε την αστική κυριαρχία είχε φτάσει το ’77 σε σημείο βρασμού. Το ίδιο και οι πολιτικές της αντιεξέγερσης. Η γιγάντια καταστολή, η οποία έστειλε στη φυλακή χιλιάδες κόσμου με απίστευτα δικαιικά ευρήματα ακολουθήθηκε από την οικονομική αλλαγή παραδείγματος και την εμπορευματική αφομοίωση. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σταθούμε στις πολιτικές διώξεις της 7ης Απριλίου του 1979. Πρόκειται για διώξεις αγωνιστών που κρίθηκαν από το κράτος ως οι ηγετικές φυσιογνωμίες μιας οργάνωσης στην οποία καταλόγιζαν ό,τι συνέβαινε τότε στην Ιταλία! Από τις διαδηλώσεις μέχρι τις ένοπλες ενέργειες. Αντιγράφουμε την αρχή του κειμένου που συνυπέγραψαν οι κατηγορούμενοι (Μάριο Νταλμαβίβα, Λουτσιάνο Φεράρι Μπράβο, Τόνι Νέγκρι, Ορέστε Σκαλτσόνε, Εμίλιο Βέσε και Λάουζο Τζαγκάτο) στις 24 Μαΐου του 1979, όπως αυτό δημοσιεύθηκε στα ελληνικά στο βιβλίο “Autonomia, απόψεις, αγώνες, μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων (1970 – 1980)”, Αθήνα 2010, εκδ. Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα.

“Ποιά είναι η φύση αυτής της δίκης;
Η σύλληψη και η φυλάκιση αγωνιστών και διανοούμενων της Αριστεράς, που ξεκίνησαν στις 7 Απρίλη του 1979, έθεσαν σε κίνηση μια πολιτική δίκη. Δεν πρόκειται απλά και μονο για μια δίκη ιδεών, μια δίκη εναντίον συγκεκριμένων διανοοούμενων, αλλά για τη δικαστική δίωξη ενός ολοκληρου κομματιού του κινήματος στην Ιταλία και συντρόφων που ανήκαν στο ανεξάρτητο αριστερό κίνημα της Αυτονομίας. Αυτοί οι σύντροφοι σε καμία περίπτωση δεν αποποιούνται την πολιτική τους στράτευση σε αυτό το κίνημα.
Δικαζόμαστε για μια δεκαετία πολιτικών αγώνων, από το 1968 έως το 1979 στην Ιταλία. Σε αυτή τη δίκη μιλάει η βροντερή φωνή του Κράτους -κατασκευάζοντας ένα φρικτό άλλοθι για την ανικανότητά του να λύσει τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η ιταλική κοινωνία όλη αυτήν την περίοδο της κρίσης. Αυτή λοιπόν η δίκη έχει σκοπό να κηρύξει παράνομο το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης και της προλεταριακής αυτονομίας.
Για να πετύχει αυτούς τους σκοπούς, το Κράτος έχει βαλθεί να αποδείξει ότι “το κομμα των νέων προλεταριακών στρωμάτων” είναι ένα και το αυτό με το “ένοπλο κόμμα”. Με άλλα λόγια, κάνει ό,τι μπορεί να τα παρουσιάσει ως ταυτόσημα.
Όλοι εμείς που συμμετείχαμε στο Κίνημα γνωρίζουμε το κίνητρο αυτής της επιχείρησης. Το Κράτος “προβάλλει” πάνω σε όλους αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες που έζησαν τους κοινωνικούς αγώνες του νέου προλεταριάτου την εικόνα ότι ήταν τρομοκράτες, το “ένοπλο κόμμα στην Ιταλία”, έτσι ώστε, ποινικοποιώντας το Κίνημα, να μπορέσει να ανασυγκροτηθεί. Είμαστε αγωνιστές και διανοούμενοι του αυτόνομου αριστερού κινήματος. Το Κράτος αξαπολύοντας την επίθεση του εναντίπον μας, μας αποδίδει ένα ρόλο εξουσίας ως “ηγετών”, ένα ρόλο αντιπροσωπευτικό που ουδέποτε κατείχαμε.”

Όπως φαίνεται κι από το παραπάνω κείμενο, ο Dalmaviva, ήταν ένας από τους πολιτικούς κρατούμενος και μάλιστα ένας κρατούμενος που κάθησε στη φυλακή για χρόνια χωρίς να υπάρχει ούτε μισό αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του, ούτε καν σαφές κατηγορητήριο…

Και τώρα ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για κόμικς! Και ξεκινάμε σημειώνοντας πως ο Mario Dalmaviva είναι από εκείνους τους ανθρώπους που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το σχέδιο! Μέσα από τη φυλακή -κι εν πολλοίς λόγω αυτής- ξεκίνησε να στέλνει τις βινιέτες του για δημοσίευση στο περιοδικό Il Male. Ο Dalmaviva, ζωγραφίζοντας κάθε φορά την ίδια πόρτα ενός κελιού, κατάφερε να βγάλει προς τα έξω την πραγματικότητα εκείνης της περιόδου. Την πραγματικότητα δηλαδή ενός κινήματος που μετρούσε χιλιάδες στη φυλακή με εξωφρενικές κατηγορίες, με καταδίκες στηριγμένες σε μηδαμινά στοιχεία και προφυλακίσεις που έφτασαν έως και τα 11 χρόνια! Την πραγματικότητα μιας γενιάς που είχε φέρει τον κόσμο πάνω κάτω, που είχε ανανεώσει εμπράκτως την μαρξιστική κριτική κόντρα στην ορθοδοξία των θεσμών, που είχε ξανανακαλύψει την αλήθεια των σωμάτων μας! Όταν όμως ο Dalmaviva έστελνε τα κόμικς του στον Vincenzo Sparagna (εκδότη του Il Male), η γενιά εκείνη είχε να διαλέξει ανάμεσα στην αφομοίωση, τη φυλακή, την αυτοκαταστροφή, ή την εξορία. Συνεπώς, αυτό που περιγράφει ο Dalmavina με γλαφυρό τρόπο δεν αφορούσε μόνον τους φυλακισμένους… Αυτός ο “κατά τύχη” κομιξάς, καταφέρνει να ρίξει φώς και σε κάτι ακόμα: πως τα κόμικς έχουν αξία στο βαθμό που συνθέτουν μια αφήγηση με αρχή μέση και τέλος, πως πρόκειται για ένα λογοτεχνικό είδος μέσα από το οποίο δύναται κανείς να φωτίσει την πραγματικότητα με όλην της τη πολυπλοκότητα. Και δε χρειάζεται γι αυτό ούτε να ξέρει να ζωγραφίζει! Ο Dalmaviva συνθέτει μια καινούρια αυτάρκη γλώσσα μπλέκοντας τη λογοτεχνία με την απεικόνιση. Κι όχι μια κακοραμμένη παράταξη επιφωνημάτων (γλωσσικών ή εικαστικών)- από τέτοια έχουμε χορτάσει. Κι ενώ αυτό που περιγράψαμε είναι σήμερα ίσως εξαιρετικά δύσκολο, υπάρχουν παρόλ’ αυτά τρόποι να γίνει που ούτε να τους φανταστούμε μπορούμε…

Παρακάτω μπορείτε να ξεφυλίσετε τα αφιερώματα των τευχών #35 και #42 της βαβέλ. Στις σελίδες αυτές, ο Γιώργος Σιούνας, γράφει για τον Dalmaviva και τους συντρόφους του, το κίνημα, την εποχή. Γράφει, συνδιάζοντας, όχι μόνο ένα πλήθος γεγονότων αλλά και ένα πλήθος διαφορετικών δυναμικών οι οποίες προέκυψαν τη δεκαετία του 1970 στην Ιταλία. Κι αυκριβώς εκεί βρίσκεται η δύναμη κειμένων σαν κι αυτά. Όχι μόνο στην ιεράρχιση και τη μετάδοση ιστορικών πληροφοριών, όσο στην ανάδειξη του πως -ακόμα κι οι αγώνες που χάθηκαν- μαίνονται ακόμα.