Kaz

Το έργο του Kaz, έργο εξαιρετικό από πολλές απόψεις, αποτελεί ταυτοχρόνως μια εις βάθος, μεταμοντέρνα ματιά στην ίδια την ιστορία των κόμικς. Ο Kaz βουτάει στο παρελθόν της λαϊκής αυτής τέχνης για ν’ αναδυθεί γεμάτος με εικόνες, σύμβολα κι αφηγηματικά εργαλεία μιας άλλης εποχής για να συνθέσει εντέλει μια από τις καλύτερες σύγχρονες εκδοχές του είδους. Μια εκδοχή που πατάει πάνω στη δομή των πάλαι ποτέ εβδομαδιαίων στριπ και τις ιστορικές αναπαραστάσεις της αστικοποίησης και της εκβιομηχάνισης των αρχών του αιώνα μπολιάζοντας τες μαγικά με μια εικαστική γλώσσα που ξεπήδησε από τα 70’s κι έπειτα. Κι έτσι, οι ιστορίες του Kaz, καθώς αναδύουν τον αμερικάνικο 20ο αιώνα, μιλάνε για το σήμερα! Αποκαλύπτουν τη μεταμοντέρνα συνθήκη, τα βιώματα και τις εμπειρίες της ζωής στις μεγαλουπόλεις· τα αδιέξοδα, τον κυνισμό και την ασφυκτική αίσθηση πως αυτός ο κόσμος συνεχώς θα σε συνθλίβει. Το πως τα κατάφερε αυτά ο Kaz, ένα παιδί λιθουανών μεταναστών με εργατικές καταβολές ο οποίος έσκασε σα βόμβα στην σκηνή των κόμικς στα τέλη των 70’s, μας το απαντά εν μέρει η ίδια η ιστορία της ζωής του…

Το 1959 λοιπόν, έρχεται στη ζωή ο Kazimieras G. Prapuolenis. Σχεδόν μια δεκαετία αφότου έφτασαν οι γονείς του (πρώτα ο πατέρας κι έπειτα η μητέρα του) στις η.π.α. κηνυγημένοι από το σοβιετικό καθεστώς. Εκεί, στη γη της επαγγελίας, έπιασαν δουλειά ως εργοστασιακοί εργάτες. Ο πατέρας του, όντας εθνικιστής και αντικομμουνιστής έκανε ό,τι μπορούσε για να εμφυσήσει στα τέσσερα παιδιά του πατριωτικές αξίες. Όμως η γοητεία των αμερικάνικων καρτούν στην αρχή κι έπειτα του πανκ και της αντικουλτούρας, του χάλασε τα σχέδια… Σύμφωνα με τον ίδιο τον Kaz, η οικογένεια των Prapuolenis κατοικούσε στις εργατικές κατοικίες του New Jersey, τρεφόταν με άνοστο λιθουανικό φαγητό κι αγόραζε τα χρειώδη από τα καταστήματα του Στρατού Σωτηρίας. Τα τέσσερα αδέλφια έπαιζαν στους δρόμους ή στα εγκαταλελειμμένα κτίρια κι οι συγγενείς τους όταν μαζεύονταν μεθούσαν και τα παιδιά τρελλαίνονταν… Όταν οι γονείς του τα κατάφεραν να μετακομίσουν σε μια κάπως καλύτερη γειτονιά, τα μικρά το θεώρησαν λογικό να παίξουν στην αυλή του γείτονα, υποθέτοντας πως πρόκειται για κάποιου είδους δημόσιο πάρκο! Όμως η φτώχια δε φαίνεται να άφησε τραύματα στον μικρό Kaz. Το μόνο του πρόβλημα ήταν το κατηχητικό κι η αναγκαστική χρήση της μητρικής του γλώσσας. Ούτε φαίνεται να είχε ιδιαίτερα προβλήματα κοινωνικοποίησης. Έβλεπε καρτούν, καθόταν στον πάγκο της ομάδας μπέιζμπολ, έκανε φίλους και γκομένιζε. Οι βαθμοί του ήταν μάλλον κακοί αλλά αυτό μάλλον δεν τον πολυένοιαζε. Ζωγράφιζε, αντέγραφε τα αγαπημένα του κόμικς και περίμενε υπομονετικά μέχρι να τελειώσει το σχολείο. Όμως στα μέσα της δεκαετίας του ’70, κάνει την εμφάνιση του το πανκ. Μια νέα μουσική, μια νέα αντίληψη και φυσικά μια ολοσδιόλου νέα αισθητική που πάει κόντρα στη χαριτωμενιά των 60’s. Ο Kaz, που σαν έφηβος δε συγκινείται από το κλασικό ροκ με τις φολκ αναφορές, φοράει σκισμένα τζιν και δερμάτινα, βολτάρει στη Νέα Υόρκη κι ανακλύπτει το διάσημο CBGB και το Max’s Kansas City και όλες τις μεγάλες πρωτοποριακές μπάντες που πρωτοέπαιξαν εκεί. Από τους Ramones και τον Richard Hell μέχρι τους Talking Heads… Την ίδια πάνω κάτω περίοδο έρχεται σε επαφή με τα underground αμερικάνικα κόμικς. Ο συνδιασμός των δύο ήταν -όπως καταλαβαίνετε- εκρηκτικός…

Μέσα στην αβυσσαλέα του αναζήτηση για κόμικς, ο Kaz ανακαλύπτει πως υπάρχουν κι ορισμένα που δεν πνίγουν τις επιθυμίες πίσω από φανταζί στολές και μπράτσα υπερηρώων και πέφτει με τα μούτρα στο νέο αυτόν ορίζοντα που ανοίγεται εμπρός του. Ανακαλύπτει κόμικς φαντασίας, κόμικς που βγάζουν στη φόρα διαφορετικά γούστα και πάθη, που μιλάνε για ναρκωτικά κι είναι γεμάτα με εριστικό και ριζοσπαστικό χιούμορ. Ανακαλύπτει περιοδικά όπως το Mad ή το National Lampoon. Και φυσικά, ανακάλυψε και αντέγραφε μανιωδώς τα κόμικ του Robert Crumb. Όπως λέει κι ο ίδιος “δε θα μπορούσα να πω αρκετά για τον Crumb…” Και μαζί μ’ αυτόν ανακαλύπτει το “Krazy Kat” του George Herriman και το “Dick Tracy” του μεγάλου Chester Gould. Δύο από τους πιο κλασσικούς τίτλους στην ιστορία του αμερικάνικου κόμικ και φυσικά, μεγάλες προσωπικές του επιρροές, το καθένα με διαφορετικό τρόπο.

Όμως μέχρι τότε ο Kaz δεν είχε πάρει ποτέ μαθήματα σχεδίου. Μετά το σχολείο δούλεψε για κανά χρόνο ως εργοστασιακός εργάτης -μια εμπειρία που προφανώς αργότερα αποθησαύρισε- κι έπειτα γράφτηκε στη Σχολή Εικαστικών Τεχνών της Νέας Υόρκης. Εκεί είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει το μάθημα του Art Spiegelman ο οποίος τον πήρε μαζί του στο RAW το 1981. Φυσικά δεν έμεινε μόνο εκεί, η δουλειά του άρχισε να δημοσιεύεται και σ’ άλλα underground περιοδικά όπως το East Village Eye, το Weirdo και το Eclipse. Κι αργότερα σε πιο mainstream όπως τα The New Yorker, Nickelodeon Magazine, Eclipse και The Village Voice. Ο Kaz είχε ήδη αρχίσει να κεντάει και να συνθέτει το προσωπικό του στιλ συνδιάζοντας την κλασική μορφή και θεματολογία με την πανκ αντίληψη και το κοφτερό χιούμορ. Το 1991, ξεκίνησε τη σειρά “Underworld” με την οποία έγινε διεθνώς γνωστός. Πρόκειται για μικρές ιστορίες, με συνήθως μόλις τέσσερα καρέ, στις οποίες προλαβαίνει να οικοδομήσει μια δυστοπική αναπαράσταση της ζωής στις αμερικάνικες μητροπόλεις. Άστεγοι, πρεζάκια και βίαια παιδάκια κυκλοφορούν σε εφιαλτικά περιβάλλοντα και μπλέκονται σε μακάβριες ιστορίες. Το σύμπαν των ηρώων του Kaz όμως, αν και εφιαλτικό, φαντάζει ταυτοχρόνως οικείο κι αναγνωρίσιμο. Όμως ο αεινίκητος αυτός σενιαρίστας και σχεδιαστής δεν αρκέστηκε στα κόμικς. Από το 2001, ασχολείται και με το animation και συμμετέχει σε παραγωγές παιδικών σειρών οπως το πασίγνωστο “Μπόμπ Σφουγγαράκης”! Παρακάτω μπορείτε να δείτε μια από τις μεταφορές των στριπ του “Underworld” σε καρτούν.

Κοιτώντας προς τα πίσω την πλούσια εργογραφία του περίεργου αυτού τύπου, είναι πολλά αυτά που σκέφτεται κανείς. Τόσο σχετικά με τον ίδιο, όσο και με το λογετεχνικό είδος των κόμικς εν γένει. Ο Kaz επαναφέρει δομικά στοιχεία των κόμικς από το 1920 μέχρι το 1940, τα οποία αποκτούν σήμερα νέα νοήματα. Οι μη αστικοποιημές αχανείς εκτάσεις της Coconino County (ο τόπος όπου εκτυλίσσεται η δράση στο “Krazy Kat”) γίνονται post-apocalyrtic τοπία γεμάτα από σημάδια παρακμής του δυτικού πολιτισμού. Τα γυμνά συμβολικά τοπία όπου κυριαρχεί η φύση, είναι πια τεραστιοι αστικοί σκουπιδότοποι. Ο George Herriman, μεταχειρίζεται τα στοιχεία του τοπίου του “Krazy Kat” έτσι ώστε να αναπαριστά χώρους χάρη στην αφαιρετική προσθήκη αρχιτεκτονικών στοιχείων και κλιμακώνονει τη δράση οδηγώντας σε αναπάντεχες ανατροπές.Πρόκειται για μια εξαιρετική αφήγηση, τόσο της αστικοποίησης, όσο και της μετάλλαξης των υποκειμένων που συμμετείχαν. Τα ίδια εκείνα υποκείμενα, που γεννήθηκαν στα καρέ του “Krazy Kat”, κι ενηλικιώθηκαν στα σκοτεινά στενά των πόλεων του Will Eisner, διαβήκαν το κατώφλι της μετανεωτερικότητας μέσα από τις μικρές παρανοϊκές ιστορίες του Kaz. Οι ήρωες αυτοί, τα σύγχρονα χαμίνια των πόλεων -οι πιο κάτω απ’ τους κάτω- δεν κουβαλάνε πια μια κάποια “επαρχιώτικη” αφέλεια ή έστω μια προλεταριακή πονηριά. Γαλουχημένοι μέσα στη συνθήκη της Μητρόπολης παλεύουν κόντρα σ’ έναν κυνισμό από τον οποίον είναι ταυτοχρόνως ποτισμένοι. Δε μιλάνε πια μια ατσούμπαλη αγγλική γλώσσα με “λάθη”, αλλά μια κοφτή διάλεκτο που υπονοεί εντάσεις και εσωτερικευμένη βία. Χαρακτηρίζονται από μια σεξουαλική ελευθεριότητα, κάνουν χρήση ουσιών, επιδεικνύουν απροκάλυπτα τα γκροτέσκα χαρακτηριστικά και τις συνήθειες τους, όμως η υποκειμενικότητα τους κι ο πλούτος της τους διαφεύγει. Το τσίρκο του Kaz δεν απολαμβάνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, δεν τα αντιλαμβάνεται καν ως τέτοια… Δε ξέρουμε αν ο ίδιος θα συμφωνούσε, αλλά θεωρούμε πως στις ιστορίες του επιχειρείται η αποτύπωση της καθημερινότητας ως μιας ανοπόφευκτης κόλασης. Κι έτσι, το “δεν υπάρχει τόπος να αποδράσουμε” που είχε διατυπώσει κάποτε ο Κούντερα, βρίσκει ένα άλλο νόημα. Αυτήν τη φορά, ο κόσμος από τον οποίον θέλουμε να αποδράσουμε, δεν είναι ο κόσμος των κανόνων αλλά του χάους, οι -κατά τον Deleuze- κοινωνίες του ελέγχου.

Παρακάτω, μια συλλογή από στριπάκια του “Underworld”, μια εξαιρετική παρουσίαση του Kaz από τον Χριστόφορο Μαρίνο από το τεύχος 198 της βαβέλ και μια μικρή ιστορία…