Georges Pichard

Εικονολάτρης, εμμονικά φετιχιστής και σίγουρα χυδαίος μ’ έναν ξεκάθαρα αντρικό τρόπο. Ο Georges Pichard μέσα από μια μακρά και παραγωγική πορεία στο χώρο των κόμικ αντανακλά και συνδιάζει διαφορετικές κι αντιθετικές κοσμοθεωρήσεις. Μέσα από το -ξεκάθαρα αντρικό του βλέμμα- ανασυνθέτονται η στακάτη γλώσσα της διαφήμισης, η γεμάτη υπονοούμενα αριστοκρατική πρόζα. Επιχειρώντας να παρωδήσει τη σεξουαλική απελευθέρωση καταλήγει, εντέλει, στη δικαιολόγηση των κυρίαρχων – αρσενικών αφηγήσεων. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την εικαστική του γλώσσα· το παλιό συνυπάρχει και συνδιαλέγεται με το καινούριο. Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας έχει χρησιμοποιήσει, τόσο αναχρονιστικά όσο και μοντερνιστικά στοιχεία φτιάχνοντας μια δική του εκδοχή η οποία, άλλοτε είναι πιο αφαιρετική κι άλλοτε πιο φορτωμένη με διακοσμητικά στοιχεία.

Ο Georges Pichard γεννήθηκε στο Παρίσι στις 7 Ιανουαρίου του 1920 κι έφυγε από τη ζωή το 2003. Ξεκίνησε την καριέρα του δουλεύοντας στο χώρο της διαφήμισης, όμως γρήγορα έγινε καθηγητής σχεδίου στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών του Παρισιού από την οποία είχε αποφοιτήσει κι ο ίδιος. Το 1946 ξεκίνησε να δημοσιεύει εικονογραφήσεις και χιουμοριστικά σκίτσα στα περιοδικώά “Le Rire” και “Les Veillées des Chaumieres”. Το 1954 άρχισε η συνεργασία του με το “V Magazine” και το 1956 με το “La Semaine de Suzette”. Το 1964 γνωρίστηκε με το σεναριογράφο και συγγραφέα Jaques Lob μαζί με τον οποίο δημιούργησαν ιστορίες – υπερηρωικές παρωδίες οι οποίες δημοσιεύονταν στα περιοδικά “Chouchou”, “Pilote” και “V Magazine”. Μερικά χρόνια αργότερα συνεργάστηκε ξανά με τον Lob διασκευάζοντας την Οδύσσεια. Το κόμικ τους “Ulysses” δημοσιεύτηκε αρχικά στο “Linus”, το “Charlie”, το “Phoenix” και την “France-Soir”. Εντωμεταξύ όμως είχε ξεκινήσει η συνεργασία του με τον Wolinski κι η παραγωγή ιστοριών με κυρίαρχο το ερωτικό στοιχείο. Στις αρχές του 1970 δημιούργησαν από κοινού με τον Wolinski την “Paulette”, τη πιο διάσημη από τις γυναίκες ηρωίδες του. Ακολουθησαν κι άλλες, όπως η “Caroline Choléra” (L’Écho des Savanes, 1976), “Marie-Gabrielle” (Glénat, 1981) κι η “Carmen” (Albin Michel, 1981) των οποίων τις περιπέτειες δημιούργησε σε συνεργασία με σεναριογράφους όπως ο Danie Dubos κι ο Andrevon. Το πρότυπο σταθερό. Μια αφροδίσια φιγούρα, αιωνίως νέα, με πλούσιες καμπύλες και μαγευτικό βλέμμα και φυσικά με ακόρεστη δίψα για περιπέτεια.

Παρότι οι ιστορίες του Pichard παραπέμπουν ενίοτε σε μια κουλτούρα μαζική κι εύπεπτη, αναδεικνύουν εντούτοις με πετυχημένο τρόπο τα δυναμικά χαρακτηριστκά του κόμικ ως μέσο. Το σχέδιο του -άμεσα αναγνωρίσιμο χάρη στη λιτή μοντερνιστικη γραμμή που θυμίζει αμερικάνικες διαφημίσεις του πρώτου μισού του 20ου αιώνα- εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου. Οι απαιτήσεις των σεναρίων του -τα οποία τοποθετούνται σε μυθικά και φανταστικά περιβάλλοντα- καθώς και η εμβάθυνση του στην έκφραση του συναισθήματος μιας καταπιεσμένης επιθυμίας φορτίζουν τη γραμμή του και γεμίζουν το φόντο με λεπτομέρειες και παράλληλα συμβάντα. Επίσης, η ικανότητά του να παρωδεί τις καταστάσεις και τους ήρωές του κάνουν τις ιστορίες του να ξεχωρίζουν. Κι αυτό είναι μάλλον κάτι το οποίο οφείλεται εν πολλοίς στην συμπόρευση και τη συνεργασία του με ορισμένους από τους πιο ριζοσπαστικούς δημιουργούς της δεκαετίας του. Είναι εμφανές πως η συνεργασία του με εκφραστές του καυστικού χιούμορ της γαλλικής αριστεράς εμπλούτισε τόσο τα σενάρια όσο και τη γραμμή του. Στο πλαίσιο αυτό είχε την ευκαιρία να φτιάξει ευφυείς παρωδίες κρατώντας, όμως, ανέπαφα τα δυτικά κοσμοείδωλα· το αντρικό βλέμμα, τον καταναλωτισμό, την αναζήτηση της ατομικής πλήρωσης μέσα από το κυνήγι της περιπέτειας μέσα σ’ έναν κόσμο εξωτικό κι εγγενώς παράλογο… Ακόμη, οι ήρωες κι οι ηρωίδες του -οι οποίοι εκφράζουν το αίσθημα του ανικανοποίητου και του εγκλωβισμού σε μια σφαίρα ιδιωτικότητας- δεν φτάνουν ένα επίπεδο ωρίμανσης κι αυτάρκειας. Τόσο οι άντρες, όσο και οι γυναίκες -και κυρίως αυτές- συνιστούν μάλλον καρικατουρίστικες μορφές παρά δυναμικά υποκείμενα.

Παρακάτω μπορείτε να ξεφυλλίσετε ένα ολιγοσέλιδο απόσπασμα από το τρίτο τεύχος της “Πωλέτ”, των εκδόσεων Ars Longa.