Alberto Breccia

Ο Alberto Breccia γεννήθηκε στις15 Απριλίου του 1919, στο Μοντεβιδέο Ουρουγουάης. Όταν ήταν τριών χρόνων, η οικογένεια του μεταφέρθηκε στο Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του ήταν εργάτης και δούλευε στις μεγάλες αποθήκες συντήρησης κρεάτων. Οι Breccia εγκαταστάθηκαν στο Ματαδέρος, τη μεγάλη συνοικία δίπλα στα σφαγεία. Οι δρόμοι του Ματαδέρος, με τις ψηλές καμινάδες, τους μετανάστες, τους μικροαπατεώνες, τα προκλητικά τάνγκο, έγιναν ο κόσμος του Breccia. Θα αποτελέσουν το χαρακτηριστικό στοιχείο όλου του έργου του. Έφηβος ακόμα, άρχισε να δουλεύει ως εργάτης. Στα σύντομα διαλείμματα ελευθερίας από την εξαντλητική δουλειά, διάβαζε και αφοσιώθηκε στο σχέδιο, που ήταν πάντα το μεγάλο πάθος του.

Η επιθυμία του να ξεφύγει από τη μοίρα του εργάτη, τον ώθησε να προτείνει τα σχέδια και τα πρώτα χιουμοριστικά κόμικς του σε διάφορα περιοδικά, που συνήθως τα δημοσίευαν δωρεάν ή έναντι ασήμαντης αμοιβής. Η αναζήτηση εργασίας στα περιοδικά συνεχίστηκε παράλληλα με τη δουλειά του στο εργοστάσιο για αρκετά χρόνια. Το 1938, τον προσέλαβε επιτέλους η Editorial Lainez, που του ανέθεσε να σχεδιάσει ένα περιπετειώδες κόμικς. Αντιμέτωπος μ’ ένα είδος εντελώς άγνωστο σ’ αυτόν, ο Breccia αναγκάστηκε να αυτοσχεδιάσει, ακολουθώντας το στυλ των διάσημων βορειοαμερικανών σχεδιαστών της εποχής του: του Hogarth,του Andriola,του Raymond… Η συνεργασία με την Editorial Lainez συνεχίστηκε έως το 1944. Αυτή τη χρονιά ο Breccia παντρεύτηκε. Το 1946, γεννήθηκε ο γιος του Enrique, που αργότερα θα καταξιωθεί κι αυτός ως σχεδιαστής κόμικς.
Μετά το τέλος της συνεργασίας του με τη Lainez, ο Breccia απασχολήθηκε σε διάφορους τομείς: στη μεταφορά ταινιών σε κόμικς, στην εικονογράφιση παιδικών και σχολικών βιβλίων,στη διαφήμιση… Η ρευστή αυτή κατάσταση διήρκεσε ώς το 1946, οπότε του ανατέθηκε να σχεδιάζει το Vito Nervio, μια αστυνομική σειρά μεγάλης επιτυχίας, κάθε εβδομάδα, ώς το 1959.

Το 1957, θα ιδρύσει μαζί με τους αδελφούς Lipzicz, την Escuela Panamericana de Arte, όπου δίδασκε σχέδιο και σενάριο. Στη σχολή γαλουχήθηκε η νέα γενιά των αργεντίνων σχεδιαστών: ο Jose Munoz, ο Walter Fahler, ο Ruben Sosa, o Mandrafina κ.ά. Την Ιδια χρονιά, ο Breccia γνωρίστηκε με τον σεναριογράφο Hector Oesterheld, που του πρότεινε να συνεργαστούν σε μια νέα ιστορία. Με την παρότρυνση του μαθητή του Hugo Pratt, ο Breccia δέχθηκε. Γεννήθηκε έτσι η σειρά Sherlock Time. Η συνεργασία του με τον Oesterheld σημάδεψε για πάντα το έργο του. Η ισχυρή προσωπικότητα και η μεγάλη δημιουργική δύναμη του Oesterheld προκάλεσαν επανάσταση στον τρόπο σχεδιασμού των κόμικς. Το σενάριο ξέφυγε από τη μανιχαϊστική αντιπαράθεση του Καλού με το Κακό. Οι δύο πόλοι μπλέκονταν, τόσο στη ροή της ιστορίας, όσο και στον ίδιο το χαρακτήρα των ηρώων, σχηματίζοντας ένα αξεδιάλυτο και αντιφατικό μείγμα. Η ψυχολογία των προσώπων έγινε πιο σύνθετη και πλούσια. Ο ήρωας έπαψε να είναι ένα μονολιθικό στερεότυπο κι έγινε ένα σκοτεινό αμάλγαμα δύναμης και αδυναμίας, τόσο φυσικής όσο και ψυχολογικής και ηθικής. Μπροστά σ’ αυτή την καινούργια αφηγηματική προοπτική, ο Breccia πειραματίστηκε και προσάρμοσε τα εκφραστικά του μέσα δίνοντας νέες σχεδιαστικές λύσεις.

Το πάθος για το καινούργιο, η αναζήτηση νέων αφηγηματικών λύσεων, προσαρμοσμένων στο εκάστοτε κείμενο, δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ. To 1962, το περιοδικό Misterix άρχισε τη δημοσίευση του Adort Cinder, σε σενάριο του Oesterheld. Την ίδια περίοδο, η σύντροφος του Breccia αρρώστησε βαριά, και πολλοί κριτικοί συνέδεσαν την αγωνία που αναδύεται από τις σελίδες του Mort Cinder με αυτή του δημιουργού μπροστά στην αρρώστια της γυναίκας του. Η οικονομική κατάσταση του Breccia χειροτέρεψε ραγδαία. Αποορροφημένος εντελώς από τον αγώνα κατά της αρρώστιας που έπληξε το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, δεν κατάφερνε να ανταπεξέλθει στον εβδομαδιαίο ρυθμό του Mort Cinder. Η κυρία Breccia έσβησε το 1966, τη στιγμή που ο Alberto μαζί με μια ομάδα συναδέλφων του, ίδρυσε το Institute de Arte, που συνέχισε την εκπαιδευτική δραστηριότητα της Escuela Panamericana, εμπλουτίζοντάς την με ένα ολοκληρωμένο πολιτιστικό πρόγραμμα: εκθέσεις ζωγραφικής, διαλέξεις γνωστών συγγραφέων, κινηματογράφο και θέατρο. Το πρόγραμμα είχε πολύ μεγάλη επιτυχία, και στη σχολή γράφτηκαν περισσότεροι από 800 μαθητές.

Το 1969, ο Breccia με τον γιο του Enrique, και σε σενάριο του Oesterheld, σχεδίασε τη ζωή του Τσε Γκεβάρα. Λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση του έργου, η κυβέρνηση του στρατηγού Ongania κατέσχεσε το στοκ και κατέστρεψε τα πρωτότυπα. Την ίδια χρονιά, πάντα μαζί με τον Oesterheld, ο Breccia σχεδίασε μια καινούργια εκδοχή του περίφημου κόμικς Εternauta για το εβδομαδιαίο περιοδικό Gente.
Αυτή η ιστορία επιστημονικής φαντασίας, σχεδιασμένη με πρωτοποριακή τεχνοτροπία, ήταν μία καταγγελία του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος. Μετά από μερικές συνέχειες, λόγω των έντονων πιέσεων, οι ικδότες ζήτησαν από τους δημιουργούς να αλλάξουν ριζικά τη φόρμα και το περιεχόμενο του κόμικς. Αυτοί αρνήθηκαν και η σειρά τελείωσε πρόωρα.

Το 1972, ο Mort Cinder και ο Eternauta δημοσιεύθηκαν στην Ιταλία, προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση και γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Το έργο του Breccia άρχισε να γίνεται γνωστό και στην Ευρώπη, όπου τα δύο κόμικς αναγνωρίστηκαν σύντομα ως κλασικά έργα. Από τότε, ο Breccia εργάστηκε κυρίως για ευρωπαϊκούς εκδοτικούς οίκους, που του εξασφάλιζαν καλύτερο εισόδημα, χωρίς να του επιβάλλουν λογοκρισία. Το 1974, το ιταλικό περιοδικό II Mago δημοσιευσε τους Μύθους του Κθούλου, προσαρμογή σε κόμικς των περίφημων ιστοριών του Η. Ρ. Lovecraft. Με αυτό το έργο, ο Breccia επιχείρησε το ακατόρθωτο: να εικονογραφήσει «αυτό που δεν είναι ορατό», το φόβο και τη φρίκη στην πιο ακραία μορφή τους.

Ο Breccia αντιμετώπιζε τα προβλήματα της μεταφοράς σε κόμικς γνωστών λογοτεχνικών έργων με μεγάλο ενθουσιασμό. Τον ίδιο χρόνο σχεδίασε έργα του Allan Poe. Έχει μεταφέρει επίσης σε κόμικς έργα των Stevenson, Lovecraft, Papini, Borges, Marquez, κ.ά. Πάντα το 1974, ο Breccia σχεδίασε τη σειρά Κάποιος Ντανιέρι, σε σενάριο του Carlos Trillo. Ο ήρωας της σειράς είναι ένας περιθωριοποιημένος πρώην αστυνομικός που ζει στα περίχωρα μιας μεγαλούπολης. Το τοπίο, οι άνθρωποι, τα μπαρ είναι τα ίδια του Ματαδέρος, της συνοικίας των παιδικών του χρόνων.

Το 1976, ένα ακόμα πραξικόπημα άνοιξε την πιο τραγική σελίδα στην ιστορία της Αργεντινής. Για δέκα χρόνια, η χώρα έγινε τόπος βασανιστηρίων και δολοφονιών. Χιλιάδες άνθρωποι «εξαφανίστηκαν», μεταξύ των οποίων κι ο Oesterheld. Ο Breccia δεχόταν συνεχείς απειλές θανάτου, αλλά τον προστάτευε η μεγάλη φήμη του στην Ευρώπη. Η ελευθερία έκφρασης ήταν ανύπαρκτη, ακόμα και το απλό υπονοούμενο απαγορευόταν αυστηρά. Αυτή την περίοδο, ο Breccia σχεδιάσε το Ποιος φοβάται τα παραμύθια; (από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ) και τον Δράκουλα. Μέσα σ’ αυτές τις φαινομενικά αθώες σελίδες, όπου το γκροτέσκο συμβαδίζει με το τραγικό, βρίσκονται, μπλεγμένα μέσα στο σκοτάδι, καταπιεστικά φόντα, σκηνές βασανιστηρίων, σώματα στρεβλωμένα, κρανία…
Ο πόλεμος στις Μαλβίδες ήταν η χαριστική βολή στη στρατιωτική δικτατορία κι ο πρόλογος στη δύσκολη επάνοδο στη «δημοκρατική ομαλότητα». Με τον σεναριογράφο Juan Sasturain, ο Breccia δημιούργησε το Perramus, ένα έπος όπου ξετυλίγεται όλο το δράμα που βίωσε ο λαός της Αργεντινής: η φρίκη και η ωμότητα της καταπίεσης, η οικονομική και ηθική μιζέρια, αλλά και η εγκατάλειψη και η αδιαφορία που ύφαιναν τον ιστό της ιστορίας του. Ο Perramus δημοσιεύτηκε αμέσως στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία, και το 1989 βραβεύτηκε στις Βρυξέλλες με το Βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας ως το καλύτερο έργο για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Το έπος του Perramus απαίτησε πέντε χρόνια δουλειάς.

Στη συνέχεια, ο Breccia επέστρεψε στη μεγάλη του αγάπη, στη λογοτεχνία. Δημιούργησε μια σειρά εικονογραφήσεων για το Όνομα του ρόδου και μετέφερε σε κόμικς διηγήματα του Sabado. Ήταν τα τελευταία έργα της ζωής ενός πολύ μεγάλου καλλιτέχνη, που -όσο ζούσε- η αγαπημένη του πόλη, το Μπουένος Αιρες, του «χάρισε» δύσκολες συνθήκες ζωής και καταστολή, για να τον τιμήσει μετά το θάνατό του, δίνοντας σ’ έναν κεντρικό δρόμο το όνομά του.

Το παραπάνω κείμενο περιλεμβάνεται στον κατάλογο του 8ου φεστιβάλ βαβέλ με γενικό τίτλο «Μακρινά Ταξίδια» το οποίο έγινε στην Τεχνόπολη το 2003. Το αφιέρωμα, όπως και το κείμενο έγραψε κι επιμελήθηκε ο Γιώργος “Πιλότος” Σιούνας με την αφορμή των δέκα χρόνων από το θάνατο του δασκάλου Breccia.

Παρακάτω μπορείτε να ξεφυλλίσετε ένα αφιέρωμα το οποίο επιμελήθηκε ο Γιώργος Σιούνας, κι ένα κόμικ του Alberto Breccia μέσα από τις σελίδες του τεύχους 151 της βαβέλ.

Κι εδώ, σ’ ένα από τα αρκετά βίντεο που υπάρχουν διαθέσιμα, ο Breccia επί τω έργω.